ἄπαυτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπαυτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄπαυτα ἐπίρρ. Α.Ρουμελ. (Ἀγχίαλ.) Κίμωλ. Σῦρ. –Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ. Πρω. ἄπαυτο Θήρ. (Οἴα) ἄμπαυα Πελοπν. (Καρδαμ. Λακων. Μάν.) –ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 7
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄπαυτος, παρ’ ὃ καὶ ἄπαυος. Ὁ τύπ. ἄμπαυα ἐκ τοῦ *ἄπαυα δι᾽ ἀνάπτ. ἀλόγου ἐρρίνου.
Σημασιολογία
Ἀκαταπαύστως, συνεχῶς, ἀδιακόπως ἔνθ’ ἀν.: Ἄπαυτα δουλεύει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος Λεξ. Δημητρ. Ἄμπαυα ἐργάζεται Λάκων. Δουλεύει ὁ μύλος ἄπαυτα Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Περνοῦνε ἄπαυτα (ἐνν. ἄνθρωποι) Σῦρ. Ἄπαυτο βρέχει Οἴα Ἄπαυτα μιλᾷ Ἀγχίαλ. Ἄπαυτα τὰ γυρεύγουνε τ᾽ ἀβγὰ Κίμωλ. Τὸ ἀθῷο Χριστιανικὸ αἷμα ποῦ εἶδαν σκληροὶ μάρτυρες νὰ χύνῃ ἀλύπητα, ἄμπαυα, ἀτέλειωτα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ἡ κυρά μου σκούζ’ ἄπαυα | κ’ ἐγὼ τό ’χω σὲ λίγο Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA