ἄπαυτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπαυτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπαυτος ἐπίθ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) κ.ἀ. –Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,237 –Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἄπαυτους Μακεδ. ἄπαυος Μακεδ. (Καστορ.) ἄπαυους Μακεδ.
Χρονολόγηση
Μεταγενέστερο
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄπαυτος.
Σημασιολογία
1) Ἀκατάπαυστος, ἀδιάκοπος, συνεχὴς ἔνθ’ ἀν.: Ἄπαυτο παιχνίδι Λεξ. Πρω. Ἄπαυτο κλάμα Λεξ. Δημητρ. Ἄπαυτους βορεˬὰς τραυάει αὐτὲς τ᾿ς μέρις Μακεδ. Τί ἄπαυ’ βρουχή εἶνι σήμιρα! αὐτόθ. Κόσμος πολὺς ποῦ φέρνει ἄμετρη ταραχὴ μὲ τὸ ζωηρὸ κιˬ ἄπαυτο κίνημά του Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ μὴ μένων ἥσυχος, ὁ μὴ ἡσυχάζων Μακεδ: Τί ἄπαυου πιδὶ εἶν᾿ αὐτό! Συνών. ἀνησύχαστος, ἀνήσυχος 1, ἀντίθ. ἥσυχος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA