ἀπαυτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαυτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Αντωνυμία
Τυπολογία
ἀπαυτὸς ἀντων. προσωπική πολλαχ. ἀπαῦτος Σύμ. ἀπαυτόνος Κρήτ. ἀπαυτεῖνος Χίος ἀπευτὸς Χίος κ.ἀ. ἀπευτεῖνος Χίος ἀποφτὸς Κύθν. Σῦρ. κ.ἀ. ἀπατὸς πολλαχ. ἀπατὲ Τσακων. ’παυτὸς Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ κ.ἀ. ’παῦτος Σύμ. ’παυτόνος Κρήτ. ’παυτεῖνος Κρήτ. ’παυτένος Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.) ᾽ποφτεινὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’bοφτὸς Κύθηρ. ’πουφτὸς Ρόδ. ’bευτὸς Κύθηρ. ’bευτοῦνος Κύθηρ. ’πατὸς Αἴγιν. Καρ. (Μοῦγλ.) Ρόδ. Τῆλ. ᾿ποτοῦνος Μέγαρ. Γενικ. ἀπατοῦθες Πόντ. (Χαλδ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Ἡ μεσν. ἀντων. ἀπαυτός, παρ᾽ ἣν καὶ ἀπατός. Οἱ τύπ. ἀπαυτεῖνος, ἀπαυτόνος, ’παυτένος, ἀπευτος, ἀποφτός, ’bευτοῦνος, ἀπαῦτος κλπ. ἑρμηνεύονται παρὰ τοὺς τύπ. αὐτεῖνος, αὐτόνος, αὐτένος, εὐτός, ’φτός, εὐτοῦνος, αὖτος κλπ. τοῦ ἁπλοῦ αὐτός. Τὰ δὲ μετὰ τοῦ μέσου b ᾿bοφτός, ’bευτός, ’bευτοῦνος ἑρμηνεύονται ἐκ τῆς ἐνάρθρου ἐκφορᾶς τὸν ’ποφτὸν κττ.
Σημασιολογία
1) Ἐνάρθρως ἀντὶ προσώπου ἢ πράγματος, τὸ ὁποῖον λησμονοῦμεν ἢ εὐφημητ. ἀποφεύγομεν νὰ δηλώσωμεν, αὐτὸς πολλαχ.: Ἦρθεν ὁ ἀπαυτὸς γιὰ τὸ φῶς (ὁ ἠλεκτρολόγος) Ἀθῆν. Δῶσ’ μου–φέρε μου τ’ ἀπαυτὸ γιˬὰ τη στάχτη (τὸ στακτοδοχεῖον) αὐτόθ. Καὶ γενικώτερον ἀντὶ τοῦ ὁ δεῖνα: Ἔφυγε ὁ ἀπαυτός; πολλαχ. Δῶσ’ μου τ’ ἀπευτὸ (τὸ δεῖνα πρᾶγμα) Χίος. ’Εζήταν σε ὁ ᾿πουφτὸς Ρόδ. Ὡς καὶ τὴν ἀπευτείνα τοῦ μπαμπᾶ του τοῦ ’δωκα κ᾿ ἤπιˬασὲνε καὶ δὲν ἤπαψεν (ἐνν. φωτογραφίαν) Χίος. Τὸ ᾿ποφτεινὸ (τὸ αἰδοῖον γυναικὸς) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἦρθεν ὁ ’φτόνος καὶ μοῦ ’φερε τὸ ’παυτόνο νὰ τ’ ἀπαυτώσω Κρήτ. || Παροιμ. Ἀπὸ τῆς μυλωνοῦς τὸν ἀπευτὸ ὀρθογραφία γυρεύεις; (τὸν ἀπευτὸ=τὸν πρωκτόν. Εἰρωνικῶς ἐπὶ τοῦ ἐμπαίζοντος ἄλλους ὡς ἀνοήτους) ἀγν. τόπ. ’Σ τοῦ καματεροῦ τὰ ’παυτὰ ἀναμιλαώνουν οἱ ἀκαμάτες (εἰς τοὺς ἱκανοὺς προσκολλῶνται ὡς παράσιτοι οἱ ἀνίκανοι. ἀναμιλαώνουν=*ἀναμολαδώνουν, φυτρώνουν. ’παυτὰ=ὄρχεις) Κάρπ. Καὶ μετὰ τῆς ἀντων. σου, του: Ἡ ἀπατός του (ὁ σύζυγός μου, ὁ ἄντρας μου) Λυκ. (Λιβύσσ.) Ἡ ἀπατός του (ὁ κύριος) Κυδων. Ἡ ἀπαυτή του (τὸ αἰδοῖον του). Τὰ ἀπαυτά του (οἱ ὄρχεις) σύνηθ. β) Μετὰ τῆς ἀντων. μου, σου, του ὁ ἴδιος ἐγὼ Κρήτ. Σάμ. Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ. –ΜΛελέκ. ᾽Επιδόρπ. 77: Τού ’πα τ᾿ ἀπατοῦ τ᾽ Σάμ. Οἱ ἀπατοί μας ἠφταιοῦμεν (ἐπταίομεν) Σύμ. || ᾌσμ. Ἄλλη gἀμμιˬὰ δὲν ἀγαπῶ παρὰ τὴν ἀπατή σου Κρήτ. Τὸ δαχτυλίδι σου φορῶ καὶ τ’ ὄνομά σου λέω, τὸν ἀπατόν σου δὲν θωρῶ καὶ κάθομαι καὶ κλαίω Τῆλ. Καλῶς καὶ τὸ ρεμίδι του, καλῶς τὸν ἀπατό του ΜΛελέκ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ χρῆσις καὶ ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Γ στ. 179 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 158) «δεν εἶν᾽ προδότης μηδὲ ὀχθρός, παιδί ᾽ναι τ᾿ ἀπατοῦ σου». 2) Κατ’ ὀνομαστ. μετὰ τῆς προσωπικῆς ἀντων. μου, σου, του, της, ἐνίοτε δὲ ἐν συνεκφ. μετὰ τοῦ ἀτός πρὸς ἐντονωτέραν ἀντιδιαστολήν, ἐκφερομένη ἀνάρθρως ἢ ἐνάρθρως, ἐγὼ αὐτός, μόνος μου πολλαχ.: ᾿Επαίχτην ἀπατός του Κύπρ. Ἔβκαλες τ᾽ ἀμ-μάτιν σου ἀπατή σου αὐτόθ. ’Πατή μου πῆγα καὶ μὲ ἔδωσε Καρ. (Μοῦγλ.) Εἶd’ ἀπατός σου; (διατὶ μόνος σου;) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἀτός μου κιˬ ἀπατός μου. Τό ᾿καμε ἀτός του κιˬ ἀπατός του πολλαχ. Νὰ πάρῃς ἡ ἀπατή σου τὸ δαμαλάκι νὰ τὸ πάς ᾿ς τὸ χωριˬὸ ᾿Αστυπ. Ἀπατή μου πλύνω, ἀπατή μου μαερεύγω Θήρ. Ἀπατός τ᾽τοῦ ᾽πε Τῆν. Ἀπατός μου λούν-νουμου Λυκ. (Λιβύσσ) || Φρ. Ἀτός του κιˬ ἀπατός του! (εὐχὴ ὅπως κακόν τι ἐντοπισθῇ εἰς τὸ πρόσωπον τὸ ὑποστὰν τὸ κακὸν τοῦτο) ἐνιαχ. ‖ Παροιμ. Ἀπατή της τὸ ᾽πελέκα ἡ γαιˬδάρα τὸ σομάρι, ἢ πλατύ dης ἤ στενό dης, ἀπατή της τὸ ᾿πελέκα (ἐπὶ γυναικὸς ἄφρονος ἢ ἀβούλου) Κρήτ. – Γνωμ. Πολλὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος ἀτός του κιˬ ἀπατός του κάνει κἄτι καμώματα ποῦ δὲν τὰ κἀ’ ὀχτρός του Ἰων. (Κρήν.) Δυστυχισμένε ἄνθρωπε, ἀτός σου κιˬ ἀπατός σου κάνεις κακὸ τοῦ λόγου σου ποῦ δὲν τὸ κάνει ὀχτρός σου Πελοπν. (Ξηροχώρ.) || ᾌσμ. Ἄφης με, Χάρ’, ἀφ᾽ τὰ μαλλιˬὰ καὶ πιˬάσε μ᾿ ἀφ᾿ τὸ χέρι καὶ δεῖξε μου τὴν τέντα σου κ’ ἐγ’ ἀπατός μου πάγω Κρήν. Ἔστειλεν χίλgιˬους τὸ πρωί, χίλgιˬους τὸ μεσημέρι καὶ τὰ ᾿λgιˬοβασιλέματα ἐπῆεν καὶ ’πατή της Ρόδ. Γυρίζει, μπαίνει ᾿σ-σώπορτα ἀτή της, ἀπατή της, τρέχει ταὶ πά’ ᾿ς τὴν μάν-ναν της τιˬ ἀνοίγει ταὶ λαλεῖ της (ἀνοίγει ἐνν. τὸ στόμα της) Κύπρ. Δὲν ἔχεις παλαμεˬὰν χαρτὶ καὶ κοντυλεˬὰν μελάνι νὰ στείλῃς μὲ τοῖς βάες σου κ’ ἦρτες ἡ ἀπατή σου; Σύμ. Γὴ κάμετε τὸ δίκα͜ιον μου γὴ κάμνω τ᾿ ἀπατή μου Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 5827 (ἔκδ. JSchmitt) «τὸ πῶς τὸν ἀποσκέπασεν ὁ ρῆγας ἀπατός του». Καὶ κατὰ πτῶσιν γενικ. ἀπατοῦθες=μόνος του Πόντ. (Χαλδ.): ᾎσμ. Τοῦ λουτροῦ ἡ πόρτα ’τρόμαξεν κ᾿ ἐνοίγεν ἀπατοῦθες. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ ἀρχ. αὐτὸς καθ’ αὑτόν, αὐτὸς μόνος, αὐτὸς οἶος. 3) Αὐτοπαθῶς μετὰ τῶν ἀντων. μου, σου κττ. ἐκφερομένη ἐνάρθρως μόνον κατὰ τὰς πλαγίας πτώσεις, ὁ ἑαυτός μου πολλαχ.: Καθένας γιˬὰ τὸν ἀπατό του Κρήτ. Κάνει κακὸ τ᾿ ἀπατοῦ του αὐτόθ. Εἶdα πῆα κ᾿ ἔκαμα τ᾽ ἀπατοῦ μου! αὐτόθ. Νὰ λιφτιρώσῃ κὶ τὰ πράματά του κὶ τοὺν ἀπατόν του Λυκ. (Λιβύσσ.) || Φρ. Εἶναι τ᾽ ἀπατοῦ του (εἶναι μέθυσος ἢ ἀνοηταίνει) Κρήτ. Εἶναι σὰ dὸν ἀπατό του (παράφρων, τρελλὸς) αὐτόθ. || ᾌσμ. Τὸν ἀπατο’ dου δὲν ψηφᾷ καὶ τὰ κονάκιˬα κλαίει Κρήτ. Σωτηρία ἐγύρευγεν ὁ δόλιˬος τ᾿ ἀπατοῦ του αὐτόθ. Κἀνένα δὲν ἔσκότωσε παρὰ τὸν ἀπατό dου αὐτόθ. Λιγνὸς ἤτονε ᾿ς τὸ κορμὶ σὰ gαὶ τὸν ἀπατό σου αὐτόθ. Τριˬὰ παραθύριˬα στέκουνται ἀργυροκαρφωμένα, τό ᾿ναν εἶναι-ν-τῆς μάννας μου, τ’ ἄλλο τῆς ἀδερφῆς μου, τὸ τρίτο τὸ μικρότερον εἶναι τῆς ἀπατῆς μου Ρόδ. Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Ἡ λ. καὶ ὡς κύρ. ὄν. ἐν παραμυθ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀπατὸς Πελοπν. (Βούρβουρ. Πύλ.) Ἀπατός μου Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA