ἀπαυτοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαυτοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπαυτοῦ ἐπίρρ. κοιν. ἀπαυτουδὰ Κρήτ. ἀπαυτουγιˬὰ Στερελλ. (Εὐρυταν.) ἀπαύτου Ἤπ. Κρήτ. Λευκ. Μακεδ. (Καλόχ. Σισάν.) Σύμ. ἀπαῦτα Κύπρ. ἀπευτοῦ Χίος ἀπεύτου Ἤπ. ἀπεδευτοῦ Χίος ἀπεδεύτου Χίος ἀπέφνα Λέσβ. ἀποφτοῦ Ἄνδρ. Πελοπν. (Μεσσ. κ.ἀ.) Σῦρ. κ.ἀ. –Passow Carm. popular. 323 ἀπόφτου Εὔβ. (Αἰδηψ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Παξ. ἀποδευτοῦ Σῦρ. ἀπόοφτ’ Σαμοθρ. ἀπατοῦ Κρήτ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) Σέριφ. Σίφν. ἀπατουδὰ Θήρ. Κρήτ. ἀπατουὰ Σύμ. ἀπατὰ Κρήτ. ἀπατὲ Κρήτ. ἀποτοῦ Κρήτ. Κύθηρ. ἀποτουδὰ Κρήτ. ἀποταγὰ Κάλυμν. ἀποτὰ Κρήτ. ἀποτὲ Κρήτ. ἀπουτ-τοῦ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ’παύτου Θρᾴκ. ’πόοφτ’ Σαμοθρ. ᾽ποτουδὰ Εὔβ. (Κονίστρ.) ᾽ποτοῦ Ἀστυπ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Κάλυμν. ’πουτοῦ Ἀπουλ. (Καλημ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. αὐτοῦ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Οἱ τύπ. ἀπαύτου καὶ ἀπαῦτα καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 752 καὶ Η 915 (ἔκδ. JScmitt). Οἱ τύπ. ἀπαυτουδά, ἀπαυτουγιˬὰ κλπ. παρεξετάθησαν διὰ τῶν προσσχηματισμῶν δὰ καὶ γιˬά. Ἐν τῷ τύπ. ἀπεδευτοῦ β΄ συνθετ. ἐδευτοῦ, δι᾽ ὃ ἰδ. αὐτοῦ. Τὸ ἀπόοφτ’ ἐκ τύπ. *ἀπόδευτου, τὸ δὲ ἀπέφνα<*ἀπεύτουνα.
Σημασιολογία
1) Τοπικῶς ἐπὶ κινήσεως ἀπὸ τόπου, ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ μέρος, αὐτόθεν κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἀνέβα-κατέβα-πέρνα-πήγαινε-φύγε ἀπαυτοῦ. Ἀπαυτοῦ ἦρθα-πέρασα κοιν. Πᾶρ’ ἀποτὰ τὸ κωπέλλι νὰ μὴ bέσῃ Κρήτ. Ξέσυρε ἀποτουδὰ (μετακινήσου) αὐτόθ. ’Ποτοῦ τὸν εἶσε, ᾽ποτσεῖ τὸν εἶσε, εἶπε dου τὸ ναὶ τσαὶ δώνει τοῦ τον (ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ. Πάκ’ ἀνέφανι ᾿πόοφτ᾽ κἀμμνιˬὰ παατῖνα; (μήπως ἀνεφάνη ἀπαυτοῦ κἀμμιὰ προβατῖνα;) Σαμοθρ. Ἀπατοῦ γοὺς ἀδὰ (ἕως ἐδῶ) Τραπ. Χαλδ. || ᾌσμ. Γιˬὰ σήκ’ ἀπαύτου, νύφη μου, καὶ μὴ βαρεˬακοιμᾶσαι Ἤπ. Σήκ’ ἀπαύτου, δέσπουτα, κὶ μὴ βαρεˬαγκοιμᾶσι Μακεδ. (Καλόχ.) Ἀποτουδὰ να κατεβῇς κ’ ἔμπα μέσα ’ς τὸ ρυˬάκι, νὰ σὲ φιλήσω μιˬὰ καὶ δυˬὸ ’ς τὸ κόκκιν’ ἀχειλάκι Κρήτ. Πλέο dὲν εἶχα τί κάμει μέσ᾽ ’ς τὴ χώρα τσ᾿ ἄγγισε ὁ τσαιρὸ νὰ πά’ ᾿πουτοῦ τσ’ ἀποτσεῖ Καλημ. Συνών. ἀπαυτοῦθε 1. β) Ἐκ τούτου, δι’ αὐτοῦ Πόντ. (Κερασ.): Ἡ ἀξιὸτε σ᾽ ἀπατοῦ θ φαίνεται (ἡ ἱκανότης σου ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ φανῇ). γ) Ἐπὶ στάσεως ἐν τόπῳ, εἰς αὐτὸ τὸ μέρος (ὅπου μένει ὁ πρὸς ὃν ἀποτείνεται ὁ λέγων), αὐτόθι Κρήτ. Κύθηρ. Σέριφ κ.ἀ.: Αὐτή ἀπαυτοῦ ἡ φασολεˬὰ δὲν ἔχει ἡ καμ-μένη τσαιρὸ Σέριφ. Ἀποτὲ πλῦνε τοῦ λόγου σου κ᾿ ἐγὼ δὰ πλύν’ ἀποπαὲ Κρήτ. || ᾎσμ. Ἐσὺ ἀπατὰ μαραίνεσαι κ’ ἐγὼ ’παδὲ λυποῦμαι, τάξε κερὶ ᾿ς τὴν Παναγιˬὰ ἴσως κιˬ ἀdαμωθοῦμε Κρήτ. Συνών ἀπαυτοῦθε 2. δ) Πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, αὐτόσε ἐνιαχ.: Ὑπῆε ἀπαυτοῦ’ς τσ᾿ ἀνιψᾶς του τὸ σπίτι Θήρ. (Οἴα). 2) Ἀντὶ τῆς προσωπικῆς ἀντων. β΄ ἢ γ΄ προσώπ., σὺ ἢ αὐτὸς πολλαχ.: Μὰ ἀπόφτου δὲ μ’ ἄκουσες (σύ) Παξ. Ὅντας ἀπόφτου ἤσουνε δήμαρχος σοῦ γύρεψα κἄτι, μὰ δέ μοῦ τό ’καμες αὐτόθ. Ἐγὼ τρώω, ἀπόφτου δὲν τρώς Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Ἀπατοῦ ἠγγαστρώθηκε (αὐτὴ ἐδῶ, ἐνν. ἡ γυναῖκα) Σίφν. Πβ. ἀπεδῶ 1β. 3) Χρονικῶς, ἀπὸ σήμερον Ἀπουλ. Κάλυμν.: Ἦρτε μνιˬὰ φορὰ ᾿ποτοῦ τσαὶ ᾿έκα μέρες Κάλυμν. Ἀπουτ-τοῦ ᾿ς ἀλίο τσαιρὸ (ἀπεδῶ σὲ λίγον καιρό, μετά τινα χρόνον) Ἀπουλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA