ἀπαυτοῦθε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαυτοῦθε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπαυτοῦθε ἐπίρρ. πολλαχ. ἀποφτοῦθε Λευκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν. Μεσσ. κ.ἀ.) ἀποφτούθενε Πελοπν. (Βούρβουρ. κ.ἀ.) ἀποφτούθενες Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπαυτοῦ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –θε.

Σημασιολογία

1) Ἐπί κινήσεως ἀπὸ τόπου, ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος πολλαχ.: Ἀπαυτοῦθε ποῦ ’ρθες καλὰ τά ’παθες κιˬ ἄργησες Πελοπν. (Κορινθ.) Ἀπαυτοῦθε ποῦ πάς θὰ πέσῃς Κρήτ. Κάμε ἀποφτοῦθε! (φύγε ἀπεκεῖ) Πελοπν. (Μεσσ.) Μὴ bάς ἀποφτοῦθε, γιατὶ θὰ γιˬομίῃς λάσπες Λευκ. Συνών. ἀπαυτοῦ 1. 2) Ἐπὶ στάσεως, εἰς αὐτὸ τὸ μέρος (εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ὁ πρὸς ὃν ἀποτείνεται ὁ λέγων), αὐτόθι Πελοπν. (Μάν.): Στάσου ἀποφτοῦθε (εἰς τὸ μέρος ὅπου βρίσκεσαι). Συνών. ἀπαυτοῦ 1 γ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/