ἀπαυτώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαυτώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαυτώνω πολλαχ. ἀπαυτώνου Σάμ. ἀπευτώνω Χίος ἀπαυτινώνου Σάμ. ’παυτώνω Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. ’παυτώνου Σάμ. ’παυτουνώνω Πελοπν. (Λακων.) ’ποτουνώνω Εὔβ. (Κονίστρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἀντων. ἀπαυτός.

Σημασιολογία

1) Κάμνω, πράττω, τῆς πράξεως νοουμένης ἐν γενικωτάτῃ σημασίᾳ, ὁσάκις ὁ λέγων λησμονεῖ ἢ ἀποφεύγει νὰ μεταχειρισθῇ τὸ οἰκεῖον ρ. ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἔχει καιρὸ νὰ τ᾿ ἀπαυτώσῃ (νὰ ἀγάγῃ εἰς πέρας) Λεξ. Δημητρ. Πᾶρε τὸ φάκελο καὶ ’παύτωσέ το γιˬὰ νὰ τὸ στείλωμε (κλεῖσε ἢ ἐπίγραψε) Λεξ. Μ. ’Εγκυκλ. Δὲν ἤθελα νὰ τὸν ἀπαυτώσω (πειράξω) Θήρ. Ἦρθε ὁ ᾿φτόνος καὶ μοῦ ’φερε τὸ ’παυτόνο νὰ τ’ ἀπαυτώσω Κρήτ. Ἐγὼ τοῦ ἀπαυτένωσα (εἶπα) Σάμ. || Παροιμ. Εἶπαν τῆς γραι͜ᾶς ν᾽ ἀπαυτώσῃ κιˬ αὐτὴ κάθισε καὶ τὸ παράκαμε (δηλ. νὰ χέσῃ. Ἐπὶ τοῦ ὑπερβάλλοντος τὴν ἅπαξ ἀνατεθεῖσαν εἰς αὐτὸν ἐργασίαν ἢ ἀποθρασυνομένου καὶ γινομένου ἀπαιτητικοῦ) ἐνιαχ. 2) Ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, μοιχεύω ἔνθ’ἀν.: Τὴν ἀπαυτώνει-τὴν ἀπαύτωσε πολλαχ. ‖ Παροιμ. Οὑ διˬάλος δ᾽λει͜ὰ δὲν εἶχι κιˬ ἀπαύτουνι τ᾽ μάννα τ᾿ (ὅτι οἱ ἀργοὶ καὶ ὀκνηροὶ βουλεύονται κακὰ) Σάμ. Συνών. τετοι͜ώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/