ἀπάχαντο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάχαντο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπάχαντο τό, Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἀχάντιν, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀγκάθι.

Σημασιολογία

Ἡ λ. σημαίνουσα ὅ,τι καὶ τὸ ἁπλοῦν ἀχάντιν (ἀγκάθι) ἀπαντᾷ εἰς τὸ αἴνιγμ.: Ἄχαντα κιˬ ἀπάχαντα κιˬ ἀχαντένεν τὸ σταλὶν καὶ κόκκινα τ᾿ ἀρνία (σταλὶν=σηκὸς μάνδρας. Ἡ ἀγρία ροδῆ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/