ἀπαχερίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαχερίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαχερίζω ἀμάρτ. ἀποχιˬουρίζου Εὔβ. (Ὄρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἄχερο.
Σημασιολογία
Περατώνω τὴν λίκμησιν: Σὰν τ’ ἀποχιˬουρίκαμε, πήραμε δυˬὸ δριμωνιστᾶδες ἀργάτες, γιˬατὶ τοῦ δριμωνιˬοῦ ἡ δουλε͜ιά εἶναι πολὺ κοπιˬαστιτσή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA