γυφτοσειριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοσειριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυφτοσειριˬὰ ἡ, Πελοπν. (Κορινθ. Τριφυλ.) γυφτουσειριˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ σειριˬά.
Σημασιολογία
1) Ἡ γενεὰ γύφτων ἔνθ᾿ ἀν. β) Γενεὰ χωρικῶν συμπεριφερομένων ὡς γύφτων Εὔβ. (Στρόπον.) Πελοπν. (Κορινθ.) : Ἀπὸ τέτο͜ια γυφτουσειριˬὰ τί περιμέν᾿ς; Στρόπον. 2) Μεταφ., ὁ ταπεινῆς καταγωγῆς Πελοπν. (Τριφυλ.) Αὐτὸς δὲν εἶναι ἀπὸ οἰκογένεια, εἶναι γυφτοσειριˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA