γυφτόσκυλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτόσκυλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτόσκυλλο τό, ἐνιαχ. γυφτόσκυλλου Στερελλ. (Κολάκ. κ.ἀ.) γυφόσ᾿λλου Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ σκυλλί.

Σημασιολογία

1) Ὁ κύων, ὁ ἀνήκων εἰς γύφτον, ὁ πειναλέος καὶ καχεκτικὸς κύων ἑνιαχ.: Γιˬόμισι οὑ τόπους τσαντίριˬα κὶ δὲ βουδουβουλᾶμι ᾿πού τ᾿ς γύφτ᾿σσις κὶ τὰ γυφτόσ᾿λλα (βουδουβουλᾶμι= μένομεν ἥσυχοι) Εὔβ. (Ἄκρ.) || Ποίημ. Σᾶς ἀκολουθοῦν οὐρλιάζοντας τὰ τετραμάτικά σας γυφτόσκυλλα τῆς Ἀφρικῆς καὶ μερωτὰ θεριˬά σας Σ. Σκίπ., Τσιγγανόθ., 75. 2) Μεταφ., ὁ ὀκνηρός, ὁ ἀτημέλητος καὶ ἀσκόπως περιφερόμενος Εὔβ. (Ἄκρ.) :Ἔ᾿ καταντή᾿ ἕνα γυφτόσ᾿λλου, ὅπ᾿ θέ᾿ς τοὺν βρίσκ᾿ς, ἐξὸν ᾿ποὺ τὴ δ᾿λε͜ιά. β) Ὁ ἄπληστος ὡς ὁ κύων καὶ μάλιστα τῶν γύφτων Εὔβ. (Στρόπον.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/