ἀπεδῶ-ἀπάνω-κιˬ ἄνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεδῶ-ἀπάνω-κιˬ ἄνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπεδῶ-ἀπάνω-κιˬ ἄνω ἐπίρρ. ἀπαδαπαγκιˬάν’ Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς ἐπιρρηματ. συνεκφορᾶς ἀπεδῶ ἀπάνω κιˬ ἄνω.

Σημασιολογία

Ἀπεδῶ ἐπάνω πρὸς τὰ ἄνω (τῆς κινήσεως νοουμένης ἐπὶ ὑψωμάτων καὶ ἀκρωρειῶν): Ἀπαδαπαγκιˬάν᾿ ἐξέβεν ἀπάν’ ’ς σ᾿ ὁμάλ’ (βγῆκε ἐπάνω, ἀνῆλθεν εἰς τὸ ὁμαλὸν μέρος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/