γυφτοσόι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτοσόι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτοσόι τό, ἐνιαχ. γυφτουσόι Ἤπ. (Κουκούλ.) κ.ἀ. γυφτόσογο Πελοπν. (Γαργαλ. Γελίν. Κοπαν. Κορινθ. Τριφυλ.)- Α. Τραυλαντ., Ν. Ἑστ. 20 (1936), 1280 γυφτόσουγου Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) κ.ἀ. γυφτόσουου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ σόι.

Σημασιολογία

1) Γένος Ἀθιγγάνων ἔνθ᾿ ἀν.: Λέν᾿ τάχα εἶνι ἀποὺ γυφτουσόι οὑ γαμπρὸς τ᾿ς Κατσούραινας Ἤπ. (Κουκούλ.) Τὸν ἐπῆρε αὐτὸ τὸ γυφτόσογο ποὺ κουβαλήθηκε ἀπὸ χθὲς τὸ βράδυ Α. Τραυλαντ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Οἰκογένεια σιδηρουργῶν Πελοπν. (Χώρα Τριφυλ.) κ.ἀ. 3) Μεταφ., γένος ἀνθρώπων μελαψῶν Πελοπν. (Γελίν. Κορινθ.) β) Γένος ἀνθρώπων εὐτελῶν καὶ φαύλων Πελοπν. (Γαργαλ. Κορινθ. Χώρα Τριφυλ.) Στερελλ.: Μωρέ, αὐτὴ ἡ γυναῖκα, ποὺ λὲς νὰ πάρῃς, εἶναι γυφτόσογο Χώρα Τριφυλ. Φτοῦνο φτοῦ τὸ γυφτόσογο μοῦ ξελίθισε τὸ σπίτι (ἐπέφερε ἠθικὴν καταστροφὴν τῆς οἰκογενείας μου). Συνών. βρωμόσογο, γυφτοσειριˬά, παλιοοικογένειˬα, παλιˬόσογο, παλιˬοφάρα, σκυλλόσογο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/