γυφτοτσάκμακο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτοτσάκμακο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτοτσάκμακο τό, ἐνιαχ. γιουφτουτσάκμακου Μακεδ. (Στεφανιν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ τσακμάκι.

Σημασιολογία

Πρόχειρος καὶ αὐτοσχέδιος ἀναπτήρ ἀποτελούμενος ἐκ τεμαχίου κατειργασμένης ἴσκας, σιδήρου καὶ πυρολίθου ἔνθ᾿ ἀν.: Κάναμι γιˬουφτουτσάκμακου μὶ πρεˬακό᾿, ἀτσά᾿ κὶ ἴσκνα Μακεδ. (Στεφανιν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/