γυφτοτσούκαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοτσούκαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτοτσούκαλο τό, πολλαχ. γυφτουτσούκαλου Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤπ. (Κουκούλ.) Στερελλ. Αἰτωλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ τσουκάλι.
Σημασιολογία
1) Πηλίνη χύτρα χρησιμοποιουμένη ὑπὸ γύφτων πολλαχ. 2) Μεταφ. ἐπὶ παίδων ἰδιαιτέρως καὶ γυναικῶν, ὁ ἐκ φύσεως ἢ ἐξ ἀκαθαρσίας μελανωπὸς πολλαχ.: Φτούν᾿ ἡ δυχατέρα σου τίνους ἔμνο͜ιασε; Ἔναι ἕνα γυφτοτσούκαλο Πελοπν. (Γαργαλ.) Βρέ, τοὺ γυφτουτσούκαλου! Πῶς ἔγινις ἔτσ᾿, κακόμοιρου; Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἄσι μι ἥσυχου, χριστιˬανέ μ᾿, αὐτὴν εἶν᾿ σουστὸ γυφτουτσούκαλου Στερελλ. (Αἰτωλ) Τί γυφτοτσούκαλο εἶν᾿ αὐτὸ τὸ παιδί! Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Τί θέ᾿ς, μουρὲ γυφτουτσούκαλου, κὶ φουνάεις ἕτσ᾿; Ἤπ. (Κουκούλ.) Συνών. ἀραποτσούκαλο, μαυροτσούκαλο, σκαρλῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA