γυφτουριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτουριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυφτουριˬὰ ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. - ουριˬά.
Σημασιολογία
Οἱ γύφτοι ὡς σύνολον σύνηθ.: Τὸ καμάρι της καὶ καμάρι ὅλης τῆς γυφτουριˬᾶς, ὁ πολυζήλευτος Ἀντώνης της ἦταν ἐρωτοχτυπημένος Χ. Χρηστοβασίλ., Ν. Ἑστ. 18 (1935), 850. ᾿Σ τὸ πανηγύρι τῆς Κακάβας, κοντὰ ᾿ς τοῦ Ρωμανοῦ τὴν πύλη, ἔχουνε μαζευτῆ οἱ γύφτοι, γιˬὰ νὰ γιˬορτάσουνε τὸ τριήμερο πανηγύρι τῆς γυφτουριˬᾶς Π. Βλαστ., Κριτικ. Ταξίδ., 124. || Ποίημ. Ὅσο θέλει ἄς εἶναι μουσικώτερο, ἄσπροι μου ἀδερφοί, τὸ πέρασμά της ἀπ᾿ τὸ πέρασμα τῆς γυφτουριˬᾶς Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 74. Συνών. βλ. εἰς λ. γυφτουλιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA