γυψάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυψάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυψάρι τό, Πελοπν. (Λεῦκτρ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γύψος.

Σημασιολογία

Δοχεῖον ἐκ μολύβδου χρησιμοποιούμενον πρὸς πόσιν οἴνου. Συνὼν γύψος 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/