γύψος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γύψος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γύψος ὁ, λόγ σύνηθ. γύψους Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Στερελλ. (Ἀχυρ. κ.ἀ.) ᾿ύψος Βιθυν. (Κίος) Δαρδαν. (Λάμψακ.) Ἐρεικ. Ζάκ. (Κερ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θήρ. Ἰθάκ. Ἰων. (Βουρλ.) Κάρπ. Κάσ. Κέρκ. (Κασσιόπ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Κίσ. Σητ. Σφακ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύθν. Κύπρ. Κῶς Λέσβ. Παξ. Πάρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γαργαλ. Κοπαν. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Οἰν. κ.ἀ.) Ρόδ. Σκῦρ. Χάλκ. ᾿ύψους Λυκ. (Λιβύσσ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ. Γηλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ.) Μ. Ἀσία (Κυδων.) ᾿ύψε Τσακων. δύψος Ρόδ. νύψος Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέγαρ. Μεγίστ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γύψος.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὀρυκτὸν ἔνυδρον θειικὸν ἀσβέστιον σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ἐσουβάτισεν dὸν dοῖχομ μὲ τὸν ᾿ύψο Ρόδ. Τὸ σπίτι ἔχει dαβάνι ἀπὸ ᾿ύψο καωμένο Παξ. Τὸ κρασὶ αὐτὸ ἔχει ᾿ύψο μέσα αὐτόθ. Ὁ ᾿ύψος κατακαθίζει dὴν dρυγιˬὰ καὶ δὲν ἀνεβολάζει τὸ κρασὶ (dρυγιὰ = κατακάθια κρασιοῦ, ανεβολάζει = θολώνει) Κύθν. Ζύμου τόν ᾿ύψε ταὶ κλεῖε τὰ ἡραΐα (ζύμωσε τὸν γύψον καὶ κλεῖσε την χαραμάδα) Τσακων. Τὸν ᾿ύψε ᾿ εἶνι θέντε γιˬὰ τὸ τάκι (τὸν γύψο τὸν θέλουν γιὰ τὸ τζάκι) αὐτόθ. Μὲ τὸν ᾿ύψο χρίαμε τ᾿ς ἀγουνίστρες (= τὸν παρὰ τὴν ἑστίαν χῶρον) Κέρκ. (Κασσιόπ.) || ᾎσμ. Μιˬᾶς ἐκκλησιˬᾶς ἕν᾿ dὸ τρουλ-λὶν ᾿πουπάνω μὲ τὸν ᾿ύψον, πολλοὶ μὲ συνεβάλασι ᾿ποὺ λόου σου νὰ λείψω Κύπρ. β) Ὁ γύψινος ἐπίδεσμος διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιδένουν μέλος τοῦ σώματος, χεῖρα, πόδα κ.ἄ., τὸ ὁποῖον ὑπέστη κάταγμα ἢ ἐξάρθρωσιν, διὰ νὰ μείνη ἀκίνητον σύνηθ.: Ἔσπασε τὸ χέρι του καὶ θὰ τοῦ τὸ βάλουν ᾿ς τὸ γύψο γιˬὰ κανένα μῆνα σύνηθ. Ἔσπασε τὰ ποδάριˬα του καὶ τοῦ τὰ βάλανε ᾿ς τὸν ᾿ύψο Πελοπν. (Γαργαλ.) 2) Ἡ ἀλοιφὴ μὲ τὴν ὁποίαν χρίουν τὴν ἐσωτερικὴν ἐπιφάνειαν τῶν πηλίνων δοχείων Πελοπν. (Κορινθ.) : Τὴ βίκα τὴν ἀλείβουμε μέσα μὲ ᾿ύψο. 3) Δοχεῖον ἐκ μολύβδου χωρητικότητος μιᾶς περίπου ὀκᾶς χρησιμοποιούμενον παλαιότερον δι᾿ οἶνον Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Λακων. Οἰν.) Τσακων. Συνών. κροντήρι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γύψος Ἰθάκ. Κύπρ. Μῆλ. Δύψος Ρόδ. ᾿Σ τὸν ᾿Ύψο Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Κρήτ. ᾿Σ τοὺν ᾿Ύψου Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Γύψου ἡ, Κύπρ ᾿Ύψοι οἱ, Κάσ. Ρόδ. Τοῦ ᾿Ύψου τὰ Πεζ-ζούλ-λιˬα Κάλυμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA