ἀπεδῶ-μερεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεδῶ-μερεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπεδῶ-μερεˬὰ ἐπίρρ. κοιν. ἀποδῶ-μερεˬὰ Πελοπν. (Λακων. Τριφυλ.) ἀπαδαμερέα Πόντ. (Κοτύωρ) ἀπαδαμερέαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπεδῶ καὶ τοῦ οὐσ. μερεˬά.
Σημασιολογία
1) Ἐκ τούτου τοῦ μέρους, ἀπεδῶ ἔνθ’ ἀν.: Ἔλα ἀπεδῶ-μερεˬὰ κοιν. Συνών. *ἀπεδῶ-μερόθεν 1, *ἀπεδῶ-μέρου 1. 2) Εἰς τὰ πρὸς τὰ ἐδῶ μέρη Πελοπν. (Τριφυλ.): Κάθεται ἀποδῶ-μερεˬά. 3) ᾽Εξ ἑτέρου, ἑτέρωθεν, ἐπὶ ἀντιδιαστολῆς πράξεων δύο προσώπων Πόντ. (Χαλδ.): ᾽Εκεῖνος ἐποίν’νεν ἀέτσ’ κ’ ἐγὼ ἀπαδαμερέαν τιδὲν ᾿κ᾿ ἔξερα (ἐκεῖνος ἔκαμνεν ἔτσι καὶ ἐγὼ ἀπεδῶ δὲν ἐγνώριζα τίποτε). Συνών. *ἀπεδῶ-μερόθεν 2, *ἀπεδῶ-μέρου 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA