γωνιακὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνιακὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γωνιακὸς ἐπίθ. κοιν. γωνιˬακὸς Δαρδαν. Πελοπν. (Δίβρ. κ.ἀ.) Χίος (Βροντ.) κ.ἀ. γουνιακὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γουνιˬακὸς Θάσ. Θρᾴκ. (Μαρών.) Ἴμβρ. Λεσβ. Λῆμν. (Πλάκ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ἐπίθ. γωνιακός.
Σημασιολογία
1) Ὁ παρὰ τὴν γωνίαν κείμενος κοιν. : Σπίτι - μαγαζὶ- οἰκόπεδο γωνιακὸ κοιν. Τὸ σπίτι του εἶναι γωνιˬακὸ Χίος (Βροντ.) 2) Ὁ ἔχων, ὁ σχηματίζων γωνίας Κύθν. Πελοπν. (Δίβρ.) - Λεξ. Ἠπίτ. : Τὸ ξύλο εἶναι γωνιˬακὸ Δίβρ. Πέτρα γωνιˬατσὰ Κύθν. 3) Τὸ οὐδ. καὶ ὡς οὐσ., ὁ γομφίος ὀδοὺς Δαρδαν. Θάσ. Θρᾴκ. (Μαρών.) Ἴμβρ. Λέσβ. Λῆμν. : Κ᾿φαθῆκαν οὕλα τὰ γουνιˬακὰ μ᾿ Μαρών. Ἡ σημασ. ἤδη Ἑλληνιστ. Πβ. Σχολ. Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1054. 5) Εἶδος σταφυλῆς ἐχούσης μικρὰς λευκὰς ρᾶγας πυκνῶς διατεταγμένας, ἥτις εὐδοκιμεῖ εἰς τὴν περιοχὴν Γωνιὲς ἢ ἐκ Γωνιῶν προέρχεται Ἰθάκ. Συνών. γωνιˬάτης 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA