γώνιˬαση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γώνιˬαση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γώνιˬαση ἡ, πολλαχ. καὶ Τσακων. ἀγώνιαση Τσακων. (Μέλαν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γωνιάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὀρθογωνισμὸς ἐπιφανείας τινὸς πολλαχ. καὶ Τσακων.: Ἁ γώνιˬαση τὰ τελῆ ὄι κ.ἀ. (ὁ ὀρθογωνισμὸς τῆς οἰκίας δὲν εἶναι καλός) Τσακων. 2) Τὸ περὶ τὸν τράχηλον ἄνοιγμα γυναικείου ὑποκαμίσου ἢ ἐνδύματος, ὡς γωνιῶδες πολλαχ. καὶ Τσακων. Συνών. τραχηλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/