Γωνιˬάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γωνιˬάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Γωνιˬάτης ὁ, Θήρ. (Οἴα) Ἰθάκ. Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ τοπων. Γωνιˬά.
Σημασιολογία
1) Ὁ κάτοικος τοῦ χωρίου Γωνιˬὰ Θήρας Θήρ. (Οἴα). 2) Ὁ κάτοικος τοῦ χωρίου Γωνιˬὰ Κυζίκου Προπ. (Ἀρτάκ.) 3) Εἶδος σταφυλῆς ἐχούσης μικρὰς λευκὰς ρᾶγας πυκνῶς διατεταγμένας, ἥτις εὐδοκιμεῖ εἰς τὴν περιοχὴν Γωνιˬὲς ἢ ἐκ Γωνιῶν προέρχεται Ἰθάκ. : Ἔχει δυˬὸ λαχίδες φυτεμένες μὲ σκέτο γωνιˬάτη (λαχίδες= τμήματα γῆς). Συνών. γωνιˬακὸς 5. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γωνιˬάτης Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA