Γωνιˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γωνιˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
Γωνιˬάτικος ἐπίθ. Θήρ. (Οἴα κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ Γωνιˬάτης.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Γωνιˬάτην 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν. : Γωνιˬάτικη τράτα, Γωνιˬάτικος βόλος (= τρόπος ἁλιείας διὰ δικτύων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA