γωνιˬοδέτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνιˬοδέτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γωνιˬοδέτης ὁ, ἐνιαχ. γωνοδέτης Ἴος κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γωνιˬὰ καὶ δέτης. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. γωνιγοδέτης εἰς ἔγγραφον τοῦ 17ου αἰ. ἐκ Μυκόνου. Πβ. Γ. Πετροπ., Νοταρ. Πράξ. Μυκόνου, 114.
Σημασιολογία
Μικρὰ δοκός, ἡ ὁποία στηρίζεται ἐγκαρσίως ἐπὶ τῶν δύο καθέτων τοίχων οἰκίας καὶ ἔναντι τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν σχηματιζομένης στερεᾶς γωνίας εἰς τρόπον, ὥστε νὰ ἀποτελῇ τὴν ὑποτείνουσαν τοῦ σχηματιζομένου ὀρθογωνίου τριγώνου, χρησιμεύει δὲ ὡς στήριγμα δοκοῦ, ἥτις, βραχυτέρα τῶν ἄλλων, δὲν ἐξικνεῖται μέχρι τοῦ ἀπέναντι τοίχου ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA