γωνιˬολίθι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνιˬολίθι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γωνιˬολίθι τό, ἐνιαχ. γωνολίθι Ἤπ. (Ξηροβούν. Ριζοβ. κ.ἀ.) - Κ. Χατζοπ., Ἀγάπη, 4. Μποέμ, Ἀγριολούλ., 24 Π. Βλαστ., Ἀργώ, 265 γουνουλίθ᾿ Ἤπ. (Ἑλληνικ. Πλατανοῦσ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀργιθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Εὐρυταν.) γ᾿νουλίθ᾿ Ἤπ. (Ραδοβύζ.) γουνό᾿θου Στερελλ. (Αἰτωλ. Καρπεν. κ.ἀ.) Πληθ. γουνουλίθριˬα Ἤπ. (Δωδών.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γωνιˬὰ καὶ λίθος.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐπὶ τοῦ δαπέδου τῆς ἑστίας λιθίνη πλάξ, ἐπὶ τῆς ὁποίας καίουν τὰ ξύλα Θεσσ. (Ἀργιθ. Γραν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Ρῖξι ξύλα ᾿ς τοὺ γουνουλίθ᾿ Ἀργιθ. Γιˬὰ γουνό᾿θου κά᾿ αὐτὸ τοὺ ᾿θάρ᾿, μὴν τοὺ πιτᾷς Αἰτωλ. Συνών. γωνιˬόπλακα. β) Κατὰ συνεκδ., ἠ ἑστία Ἤπ. (Ξηροβούν. Ριζοβ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Γραν. Καρπεν. κ.ἀ.) - Κ. Χατζοπ., Ἀγάπη, 4. Μποέμ, Ἀγριολούλ., 24 Π. Βλαστ., Ἀργώ, 265: Δὲν ἀφί᾿ οὑ γέρουντας τοὺ γουνουλίθ᾿ Γραν. || Ποίημ. Καὶ γωνολίθι μέσα μου γιˬὰ σένα ἤθελε στήσω, γιˬὰ νὰ ζεσταίνεσαι ἀπὸ τὰ τραχιˬὰ βορίσματα Π. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν 2) Ἑκάστη τῶν λιθίνων πλακῶν, αἱ ὁποῖαι τοποθετοῦνται πρὸ τῆς ἑστίας, διὰ νὰ συγκρατοῦν τὰ ξύλα, τὰ κάρβουνα, τῆν τέφραν κ.λ.π. Ἤπ. (Δωδών. Ἑλληνικ. Ξηροβούν. Ριζοβ. Πλατανοῦσ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀργιθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Εὐρυταν. Καρπεν. κ.ἀ.) : Ἐκεῖ ᾿ς τὸ γωνολίθι κάτσε νὰ ζεσταθῇς καλὰ Ριζοβ. Μὴ βγῇ ἡ φουτιˬὰ ὄξου ἀποὺ τὰ γουνουλίθριˬα Δωδών. Συνών. γωνιˬολίθαρο, γωνιˬόπλακα. β) Μεταφ., ὁ παρὰ τὴν ἑστίαν ραθύμως, ὡς βαρύς λίθος, καθήμενος Ἤπ. Αὐτὸς εἶναι κακὸ γωνολίθι, δὲν ταράζει ἀπὸ τὸν τόπο τ᾿. 3) Ἡ οἰκία, ὡς τόπος οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν.) : Παντρέψ᾿ νὰ βρῇς γουνουλίθ᾿ Γραν. Θὰ πάου νὰ πιθάνου ᾿ς τοὺ γουνουλίθ᾿ μ᾿ Αἰτωλ. Συνών. γωνιˬὰ 13.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA