δαγκανάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκανάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαγκανάρι τό, Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Τῆν (Ἰστέρν.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, 211, 216 - Λεξ. Βλαστ. 435 Δημητρ. δαgανάρι Ἤπ. (Πάργ.) Λευκ. Σῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαγκάνα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άρι.

Σημασιολογία

1) Ἑκατέρα τῶν χηλῶν τῶν ὀστρακοειδῶν, μικρὴ δαγκάνα (καρκίνου, ἀστακοῦ, καραβίδας κ.τ.τ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Πάργ. κ.ἀ.) Λευκ. Σῦρ. Τῆν. (Ἰστέρν.) - Λεξ. Βλαστ., 435 Δημητρ.: Τὰ δαgανάριˬα τοῦ κάβουρα Σῦρ. Οἱ ἄλλοι ἀστακοί, οἱ πολίτικοι, δὲν ἔχουν μεγάλα μουστάκιˬα, ἀλλὰ μεγάλα δαgανάριˬα αὑτόθ. Ὁ καλόγερος εἶναι ἀστακὸς μὲ μεγάλα δαgανάριˬα καὶ χωρὶς μουστάκιˬα Πάργ. Τὰ μπροστινὰ τοῦ ἀστακοῦ τὰ λέμε δαγκανάριˬα, εἶναι δυνατὰ αὐτὰ Ἰστέρν. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκάνα 1 2) Εἶδος μεγάλου καὶ ἀγρίου ἰχθύος, ὁμοιάζοντος πρὸς λαβράκι Ἤπ. (Πάργ.): Ζοῦνε οἱ σαρδέλες σὲ μεγάλα κοπάδια καὶ ὅταν τὶς κυνηγᾶνε τὰ δαgανάριˬα, τρέχουν σὰν τρελλές. β) Μεταφ., ὁ σιδηροῦς καρκίνος, ἡ τανάλια Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾿ ἀν - Λεξ. Δημητρ.: Ποίημ. Μὲ δαγκανάριˬα, μὲ σχοινὶ | τὰ χέριˬα ξεκλειδώνει καὶ τὰ φορτώνει σίδερα Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾿ ἀν., 211. Συνών. μασιˬά, τανάλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/