δαγκανιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκανιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

δαγκανιˬὰ ἡ, Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Ἰων. (Σμύρν.) Μῆλ. Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ., 502 Πρω. Δημητρ. δαgανιˬὰ Ζάκ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. (Ἀρχάν. Κίσ. Κυδων. Σέλιν. κ.ἀ.) δακανιˬὰ Ἀθῆν. Κρήτ. (Μονοφάτσ. Νεάπ. κ.ἀ.) δακ-κανιˬὰ Σέριφ. δακχανιˬὰ Σίφν. δακανὲ Δ. Κρήτ. (Μαλάκ. Μύρθ κ.ἀ.) γιακ-ανιˬὰ Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δαγκάνω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – ιˬά. Ὁ τύπ. δακανιˬὰ ἐκ τοῦ δαγκανιˬὰ δι᾿ ἀνομοίωσιν, βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 23 (1911), 495.

Σημασιολογία

1) Δάγκαμα 1, τὸ ὁπ. βλ., Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Ζάκ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. (Ἀρχάν. Κίσ. Κυδων. Μαλάκ. Μονοφάτσ. Μύρθ. Νεάπ. Σέλιν.) Μεγίστ. Μῆλ. Πελοπν. (Κορινθ.) Σέριφ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) – Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ., 502 Πρω. Δημητρ.: Ξάνοιξε μιˬὰ δακανέ, μοῦ τὴν ἔκαμενε ὁ σκύλλος του (ξάνοιξε = κοίταξε, παρατήρησε) Δ. Κρήτ. Ἀπάνω ᾿ς τὴ μάνητά του, ράσσει καὶ τσῆ κάνει μιˬὰ δακανὲ ᾿ς τὴ χέρα αὐτόθ. ᾿Σ τοῦ σκροπιˬοῦ τὴ δαgανιˬὰ καλύτερό dου πρᾶμα δὲν εἶναι ἀποὺ τσῆ συκιˬᾶς τὸ γάλα Ἀρχάν. Τοῦ ᾿δωκε μιˬὰ δακανιˬά ᾿ς τ᾿ ἀφτὶ καὶ τοῦ ᾿κοψε τὸ μισὸ Νεάπ. Φοβοῦμαι νὰ μὴ τοῦ κακοφορμίσῃ ἡ δαγκανιˬὰ Σμύρν. Ὁ σκύλλος σου μοῦ ᾿δωκε μνιˬὰ δαγκανιˬά, ποὺ μοῦ πλήγωσε τὸ ποδάρι μου Μῆλ. Τοῦ ᾿δωσε μιˬὰ δαγκανιˬὰ ᾿ς τὸ χέρι Κορινθ. Μοῦ ᾿κατσε μιˬὰ δακχανιˬά, πού ᾿χασα τὸν κόσμο Σίφν. || Φρ. Ἡ πρώτη δαγκανιˬὰ εἶναι τρυπητήρι Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. φρ. τρώγοντας ἔρχεται ἡ ὄρεξη Δακ-κανιˬὰ καὶ δάκρυˬο (ἐπὶ ὑπερτιμημένων ὠνίων) Σέριφ. Συνών. βλ. εὶς λ. δάγκαμα 1. 2) Δαγκαματιˬὰ 3, τὸ ὁπ. βλ., Μεγίστ.: Μιˬὰ γιˬακ-ανιˬὰ ψωμί. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκαματιˬὰ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/