δαγκανούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγκανούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαγκανούρα ἡ Λεξ. Βλαστ., 424 δακ-αν-νούρα Κύπρ. (Ἀμμὸχ. Γερμασ. Κυθρ. Μένοικ. κ.ἀ.) δακχαν-νούρα Ρόδ. (Κοσκιν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαγκανούρι κατὰ τύπ μεγεθ.
Σημασιολογία
1) Ἡ χηλὴ τοῦ καρκίνου Κύπρ. (Κυθρ. κ.ἀ.): Ἐδάκ-ασέμ με μὲ τὲς δακ-αν-νοῦρες του ὁ κάουρος ταὶ πονῶ Κύπρ. (Κυθρ.) || ᾎσμ. Ταὶ κάμνω ἐτσὰ τὸν κάουρον τεῖ κάτω ᾿ς τὸ λιβάιν, κρατοῦν οἱ δακ-αν-νοῦρες του ἐν-νιˬὰ σκάλες λιβάιν Κύπρ. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκάνα 1. 2) Μακρὸν διχαλωτὸν ξύλον διὰ τοῦ ὁποίου κόπτουν τοὺς ἐπὶ ὑψηλῶν κλάδων τοῦ δένδρου εὑρισκομένους καρπούς Κύπρ.: ᾿Πόμεινε νὰ κάμω μιˬὰν δακ-αν-νούραν νὰ κ-όψουμεν ἀπίδιˬα. Συνών. διχάλα, πράγκα. 3) Μικρὸν διχαλωτὸν ξύλον ἢ δύο κοντὰ ἰσομήκη ξύλα δεμένα στερρῶς κατὰ τὸ ἕν ἄκρον, χρησιμοποιούμενα κατὰ τὸν εὐνουχισμὸν ζῴου ἀντὶ λαβίδος, διὰ νὰ συλλαμβάνουν τὸ ἄκρον τοῦ ἀποκοπέντος νεύρου καὶ συγκρατοῦν αὐτὸ μέχρι ἀποστειρώσεώς του, δένοντες σταθερῶς τὰ δύο ἐλεύθερα ἄκρα τῆς λαβίδος Κύπρ. β) Ἡ εἰς τὸ ἄκρον ξύλου ἢ καλάμου σχηματιζομένη διὰ τέμνοντος ὀργάνου σχισμή, χρησιμεύουσα εἰς τὸ νὰ συγκρατῇ τὸ ἄκρον θώμιγγος ἢ σχοινίου ἢ λωρίδος ὐφάσματος Κύπρ. 4) Τὸ πτηνὸν Ἀετομάχος ὁ ἐρυθροκέφαλος (Lanius senator) της οἰκογ. τῶν Ἀετομαχιδῶν (Lanidae), ἡ τῶν ἀρχαίων δακνὰς καὶ δακνὶς Κύπρ. (Ἀμμόχ. Γερμασ. Κυθρ.) Ρόδ. (Κοσκιν. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαστ., 424. Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκος 2. 5) Παιγνιῶδες ἔθιμον τηρούμενον κατά τὴν ἑσπέραν τῆς Τυρινῆς Κυριακῆς κατὰ τὸ ὁποῖον πάντες οἱ παρακαθήμενοι πρὸς ἑστίασιν προσπαθοῦν νὰ δαγκάσουν βρασμένον ἀποπεφλοιωμένον ᾠὸν κρεμάμενον καὶ αἰωρούμενον ἄνωθεν τῆς τραπέζης Κύπρ. Συνὼν. χάφτας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA