δαγκανούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγκανούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαγκανούρι τό, ἐνιαχ. δακ-αν-νούριν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαγκάνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούρι.
Σημασιολογία
Ἡ χηλὴ τοῦ καρκίνου ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ δακ-αν-νούριν τοῦ καούρου Κύπρ. || ᾎσμ. Ταὶ μὲ τὰ πένdε πκιˬάν-νω σε ταὶ μὲ τὰ ᾿χτὼ κρατῶ σε ταὶ μὲ τὰ δακ-αν-νούρκα μου παίρνω σου τ᾿ ἄρματά σου. αὐτόθ. Συνών. δαγκάνα 1, δαγκανάρι 1, δαγκάνι, δαγκανιˬάρης 3, δαγκανούρα 1, δαγκούνα 1, καβουροτσιμπίδα, τσιμπίδα, χαλί, χαχάλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA