γρουμπιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρουμπιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρουμπιˬάζω Στερελλ. (Παρνασσ. Φτελ.) γρουμπιˬάζου Στερελλ. (Γραν. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.) γρυμπιˬάζου Θεσσ.(Κανάλ. κ.ἀ.) γκρυμπιˬάζου Μακεδ. (Γαλάτ. Πεντάλοφ.) σγρουμπιˬάζου Ἤπ. Μετοχ. γρουμπιˬασμένους Στερελλ. (Περίστ.) γρυμπιασμένους Θεσσ. (Κανάλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρουμπός.

Σημασιολογία

Ἐνεργ. καὶ μέσ., κυφῶ, κυφοῦμαι, κυρτῶ, κυρτοῦμαι ἔνθ᾽ ἀν : Μὴ σκύφτ᾽ς ἔτσ᾽, κὶ θὰ γρουμπιˬάσ᾽ς! Στερελλ. (Γραν.) Ἴσιˬαξι τοὺ κουρμὶ κὶ μὴν πιρπατᾷς ἔτσ᾽ γρυμπιˬασμένους! Θεσσ. (Κανάλ.) Γρούμπιˬασα ἀπάν᾽ ᾽ς τ᾽ ἀλέτρ᾽ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Γρουμπιˬά᾽καμι ἀπ᾽ τοὺ κρύου σήμιρα αὐτόθ. Γκρύμπιˬασι᾽ν π᾽ τὰ βάσανα κὶ τ᾽ς ἀρρώστιˬες Μακεδ. (Γαλάτ.) Πιρπατάει γκρυμπιˬάζοντας Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Τί γρούμπιˬασις ἔτσ᾽; Στερελλ. (Ὑπάτ.) Αὐτὸς εἷνι γρουμπιˬασμένους Στερελλ. (Περίστ.) Συνών. γομπιˬάζω, καμπουριˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/