δάγκας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάγκας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δάγκας ὁ, ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάγκα.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν Ἀετομάχος ὁ ἐρυθροκέφαλος (Lanius senator) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀετομαχιδῶν (Lanidae), ἡ τῶν ἀρχαίων δακνὰς καὶ δακνίς. Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκος 2. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἤπ. (Κουκούλ.) Θρᾴκ. (Κομοτ. Ξάνθ.) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ. Πτολεμ.) Στερελλ. (Γαλαξ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/