γρουσουζιˬασμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρουσουζιˬασμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μετοχή
Τυπολογία
γρουσουζιˬασμένος μετοχ. ἐπίθ. Ἄνδρ. Μύκ.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γρουσουζιˬάζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ πάσχων παρ᾽ ἀξίαν, ὁ ἄτυχος Μύκ.: Δὲν ξέρω ποῦ πήαινε ἡ γρουσουζιˬασμένη 2) Ὁ ἀπαίσιος, ὁ κακὸς Ἄνδρ. Μύκ.: Ὁ γρουσουζιˬασμένος, εἶdα μοῦ ᾽καμενε! Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA