δάγκειος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάγκειος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δάγκειος ὁ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ διεθνοῦς ὅρου dengue.

Σημασιολογία

Λοιμώδης νόσος, ἐλάχιστα θανατηφόρος, χαρακτηριζομένη διὰ πυρετοῦ, διαρκοῦντος ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ 7 - 8 ἡμέρας, ἐντόνων ἀρθρικῶν καὶ μυϊκῶν πόνων, χαρακτηριστικοῦ πολυμόρφου ἐξανθήματος καὶ ἐξασθενήσεως τῶν σωματικῶν δυνάμεων καὶ μετὰ τὴν ἀνάρρωσιν ἐξακολουθούσης ἐπὶ μακρὸν σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/