δαγκιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαγκιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Γορτυν. Δημητσάν. Ἦλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Ν. Πολίτ., Παραδ. 2,801 δαgιˬὰ Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάγκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

1) Τὸ δῆγμα ἔνθ᾿ ἀν.: Μὄκαμε νιˬὰ δαγκιˬὰ ᾿κεῖν᾿ τοὺ διˬαουλόσ᾿λλου! Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τό ᾿καμα οὕλου δαγκιˬὲς τοὺ χιρά᾿ τ᾿ πιδιˬοῦ αὐτόθ. || Παροιμ. Τ᾿ ἀντρὸς ἡ ξυλιˬὰ εἶναι φιδιˬοῦ δαγκιˬὰ (ὁ δαρμὸς τῆς γυναικὸς παρὰ τοῦ ἀνδρὸς εἶναι δι᾿ αὐτὴν βαρὺ ἠθικὸν πλῆγμα) Πελοπν. (Γορτυν. Ἠλ.) 2) Δαγκαματιˬὰ 3, τὸ ὁπ. βλ., Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) - Ν. Πολίτ., ἔνθ᾿ ἀν.: Δῶσε μου μία δαgιˬὰ ψωμὶ μὲ δύο βλαστάδες (= τσακιστὲς ἐλιὲς) Μαχαιρᾶδ. Κουπιˬὰ καὶ δαγκιˬὰ τό ᾿χαν τότε (ἡ φρ. δηλοῖ τὸ ἐπίπονον τῆς ἐργασίας τῶν κωπηλατῶν, οἱ ὁποῖοι ἔτρωγον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κωπηλασίας μὴ διαθέτοντες ἄλλον χρόνον) Ν. Πολίτ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκαματιˬὰ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/