δάγκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάγκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δάγκος ὁ, Πελοπν. (Ἀναβρ. Βλαχοκερασ. Γεράκ. Δαιμον. Καμίν. Λακων. Ὀλυμπ.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. δάgος Πελοπν. (Γέρμ. Κίτ. Μάν. Φλομοχ.) δάγκους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ζάγκος Πελοπν. (Βλαχοκερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαγκώνω.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἰσχυρὸν δάγκαμα Πελοπν. (Βλαχοκερασ. Κίτ. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοῦ ᾿δωσε ἕνα δάgο ᾿ς τὸ χέρι τσαὶ τοῦ τὸ μάτωσε Κίτ. Μάν. Τὄκαμι ἕνα δάγκου τοὺ σ᾿λλί, π᾿ δὲ γιρεύ᾿ πουτὲ (γιρεύ᾿ = θεραπεύεται) Αἰτωλ. Μ᾿ ἕνα ζάγκο ᾿ς τὸ πόδι τὄκοψι κομμάτι κριˬὰς τὸ ἀγριόσκυλλο Βλαχοκερασ. 2) Τὸ πτηνὸν Ἀετομάχος ὁ ἐρυθροκέφαλος (Lanius senator) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀετομαχιδῶν (Lanidae), ἡ τῶν ἀρχαίων δακνὰς καὶ δακνὶς Πελοπν. (Ἀναβρ. Γεράκ. Γέρμ. Δαιμον. Καμίν. Λακων. Ὀλυμπ. Φλομοχ.)-Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀετομαχολιˬάριζα, ἀετομάχος, ἀκριδομάχος, δαγκανᾶς, δαγκανιˬάρης 2, δαγκανιόρι, δαγκανούρα 4, δάγκας, κεφάλας, κεφαλᾶς, κέφαλος, κοκκινόδαγκος, λιˬάριζα, λιˬάρος, παρδαλόδαγκος, πελίστερος, πλουμίδης, τρυγονολιˬάριζα, τσαρουχάρης, τσαρουχοπάτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA