δαγκούνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγκούνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαγκούνα ἡ, Μακεδ. (Ἐλευθερ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Δημητσάν. Ἦλ. Λάμπ. Μανιάκ. Παιδεμέν. Πάτρ.) - Λεξ. Βλαστ., 344 δαgούνα Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάγκος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούνα. Ὁ σχηματισμὸς πιθανῶς κατὰ τὸ γάντζος - γαντζούνα.
Σημασιολογία
1) Ἑκατέρα τῶν χηλῶν τοῦ καρκίνου Μακεδ. (Ἐλευθερ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Δημητσάν. Ἦλ. Λάμπ. Μανιάκ. Παιδεμέν. Πάτρ.) Κεφαλλ.: Ὁ μαλλιˬαροκάβουρας ἔχει κἄτι ἔρμες δαγκοῦνες, πού, ἅμα σὲ πιˬάσουνε, μπορεῖ νὰ σοῦ κόψουνε τὸ δάχτυλο Γαργαλ. Ὁ ἀταροκάβουρας ἔχει ἄταρες δαγκοῦνες (ἄταρος = ἰσχνός, καχεκτικὸς) αὐτόθ. Μοῦ ᾿δωκε ἡ Θανάσω νιˬὰ δαγκούνα ᾿πὸ κάβουρα νὰ dὴνε κρεμάσω ᾿ς τὸ λαιμὸ τοῦ δράκου μου γιˬὰ τὸ μασκαμὸ (δράκος = νήπιον ἀβάπτιστον, μασκαμὸς = βασκαμὸς) Παιδεμέν. Ὁ κάβουρας τὸν ἔσφιξε μὲ τὶς δαgοῦνες του νὰ τὸν πνίξῃ Κεφαλλ. Τοῦ κάβ᾿ρα ἡ δαγκούνα κά᾿ γιˬὰ τοὺ μάτ᾿ (δι᾿ αποτροπὴν τῆς βασκανίας) Ἐλευθερ. Τότες ὁ κάβουρας φυλάει, ὅπου τοῦ ἔφερε τὸ φίδι τὸ κεφάλι του μπροστά ᾿ς τὶς δαγκοῦνες του καὶ ἀμέσως τὸ ἁρπάζει ἀπὸ τὸ λαιμὸ σφιχτὰ (ἐκ παραμυθ.) Πάτρ. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκάνα 1. 2) Ὄστρακον καρκίνου παράγον ἦχον δι᾿ ἐμφυσήσεως Λεξ. Βλαστ., 344. Συνών. νουνούζα. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαγκούνας Πελοπν. (Γαργαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA