γρουσουζόκαιρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρουσουζόκαιρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γρουσουζόκαιρος ὁ, ἀμάρτ. γουρσουζόκαιρος Κρὴτ. (Κίσ.) χρουσουζόκαιρος Ρόδ. γρουσουζοκαίρης Πελοπν. (Γαργαλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρουσούζης καὶ τοῦ οὐσ. καιρὸς.
Σημασιολογία
Καιρὸς ἄστατος, ἀτμοσφαιρικὴ κατάστασις δυσάρεστος προκαλοῦσα ἀνίαν ἔνθ᾽ ἀν.: Μᾶς ἔκλεισε ὁ γρουσουζοκαίρης ἕνα μῆνα᾽ς τὸ χωριὸ Πελοπν. (Γαργαλ.) Μὲ τοῦτονε τὸ γουρσουζόκαιρο θά-ν᾽ ὰπομείνουνε οἱ ἐλιὲς ἀμάζωχτες ὀφέτος Κρητ. (Κίσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA