γρουσουζοχρονιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρουσουζοχρονιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρουσουζοχρονιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γουρσουζοχρονιˬὰ Κρὴτ. (Κίσ. κ.ἀ.) γουρσουζοχρονὲ Κρὴτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρουσούζης καὶ τοῦ ούσ. χρονιˬά.

Σημασιολογία

Ἔτος ἀφορίας, δυστυχίας ἔνθ᾽ ἀν. : Τότε θὰ εἶναι γουρσουζοχρονὲ γιˬὰ τὸ κουράδι καὶ θὰ ἀρχίσουν νὰ ρίχνουν (τὰ αἰγοπρόβατα θὰ ἀρχίσουν νὰ γεννοῦν προώρως, νὰ πάσχουν ἀποβολὴν) Κρὴτ. Ἐτέθοιˬα γουρσουζοχρονιˬὰ ὀφέτος! Σταλιˬὰ νερὸ δὲν ἔβγαλε, νὰ χαθοῦνε θέλει κ᾽ οἱ γι-ἀθρῶποι καὶ τὰ ὀζά! Κρὴτ. (Κίσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/