δαγκωμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγκωμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαγκωμάρα ἡ, ἐνιαχ. δαgουμάρα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάγκωμα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρα.
Σημασιολογία
Ἡ μυαλγία διαφόρων μερῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἔνθ᾿ ἀν.: Μὶ δαgών᾿ ἡ καρδιˬά, ἔχου μνιὰ δαgουμάρα. Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. δάγκωμα 1δ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA