δαγκωματιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκωματιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαγκωματιˬὰ ἡ, δαgωματέα Κύθηρ. Μέγαρ. δαγκωματιˬὰ σύνηθ. δαgωματιˬὰ Εὔβ. (Ὄρ.) Ζάκ. Τῆν. δαγκωμαθιˬὰ Μῆλ. δαγκουματιˬὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Λέσβ. Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ. Ἀχυρ. Καλοσκοπ. Παρνασσ.) δαγκουμακιˬὰ Λέσβ. δακωματέα Αἴγιν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Μέγαρ. Πόντ. δακωματία Εὔβ. (Κύμ.) δακωματιὰ Εὔβ. (Βρύσ.) Κρήτ. Μύκ. δακουματιˬὰ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) δακωμαθιˬὰ Μῆλ. δακ-κωμ-ματιˬὰ Χίος (Πισπιλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάγκωμα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιά. Ὁ τύπ. δαγκωματέα εἰς Ἰατροσόφ. τοῦ 16ου αἰῶνος. Βλ. Ἀθηνᾶ 43 (1931), 161. Διὰ τῆν τροπὴν τοῦ -τι- εἰς -κι- τοῦ τύπ. δαγκουμακιˬὰ βλ. P. Kretschmer, Lesb. Dial., 143 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Δάγκωμα 1, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Τί δαγκωματιˬὰ εἶν᾿ αὐτή; τὸ τρέλλανες τὸ παιδὶ σύνηθ. Ὁ στσύλλος σου μοῦ ᾿καμενε μιὰ δαγκωματιὰ Ἄνδρ. Μαλώσανι προυχτὲς καὶ τοῦ ᾿κοψι νιὰ δακουματιˬά ᾿ς τ᾿ ἀφτὶ Εὔβ (Ἄκρ.) Δὲ μπουρῶ νὰ κάμου πέρα ἀπ᾿ τ᾿ δαγκουματιˬὰ πὄχου ᾿ς τὸ πόδ᾿ Στερελλ. (Ἀράχ.) Ἡ δακωματέα ἀκόμη φαίνεται ᾿πὸ τόσον ταιρὸ Μέγαρ. Τόσις μέρις κὶ δὲν ἔφ᾿κι ἀκόμα ἡ δαγκουματιˬὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Μὄδουκι νιˬὰ δαγκουματιˬά! Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Τήρα νιˬὰ δαγκουματιˬὰ π᾿ μὄκαμι ! Στερελλ (Ἀχυρ.) Τὰ χείλιˬα της πήρανε ἕνα δυνατὸ κόκκινο χρῶμα, σὰ νὰ εἴχανε ματώσει ἀπὸ καμμιὰ δαγκωματιˬὰ Κ. Παρορ., Μεγάλ. παιδ., 226. || ᾌσμ. Σοῦ στέρνω χαιρετίσματα μέ μῆλο δαgωμένο καὶ μέσα ᾿ς τὴ δαgωματιˬά σοῦ ᾿χω φιλὶ κρυμμένο Ζάκ. Ἀλλεγροκολοβοῦσα μου, ρίξε τὴ bόλιˬα ὀbρός σου, νὰ μὴ φανῇ ἠ δακωματιˬά, ποὺ σοῦ ᾿χω ᾿ς τὸ λαιμό σου (ἀλλεγροκολοβοῦσα = ἡ φέρουσα μὲ χάριν τὸ κολόβι, εἶδος γυναικείου γιλέκου) Μύκ. Πῆρ᾿ ὁ βοριˬὰς τὴ bόλιˬα σου κ᾿ ἐφάνηκ᾿ ὁ λαιμός σου κ᾿ ἐφάνηκ᾿ ἡ δαγκωμαθιˬὰ π᾿ ἔχεις ᾿ς τὸ μάγουλό σου Μῆλ. Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκαμα 1. 2) Δαγκαματιˬὰ 3 Τῆν.: Δυὸ δαgωματιˬὲς εἶν᾿ τ᾿ ἀβγό Συνών. βλ. είς λ. δαγκαματιˬὰ 3. 3) Μεταφ., ἡ σκληρότης συμπεριφορᾶς Γ. Στρατήγ., Τραγούδ. τοῦ σπιτ., 49: Ποίημ.: Ὁ χωρισμὸς μ᾿ ἐμάρανε καὶ τῆς ζωῆς οἱ μπόρες τῶν ξένων ἡ δαγκωματιὰ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/