γρυλλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρυλλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρυλλιˬὰ ἡ, Α. Κρήτ. γρυλλὲ Δ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρύλλης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἄγριον ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν ἔνθ᾽ ἀν.: Παίζει πότε - πότε κἄτι γρυλλές, ποὺ τονὲ φοβᾶσαι, γιˬατὶ θαρρεῖς πὼς ἔχει τὰ μάθιˬα τοῦ Κύκλωπα Δ. Κρήτ. (Μαλάκ.) 2) Τὸ ἄγριον βλέμμα, ἡ ἄγρια ματιὰ Α. Κρήτ.: Μοῦ ρίχτει μιˬὰ γρυλλιˬὰ Α. Κρήτ. Ὅdε μιλῶ καὶ μοῦ παίζει ἡ μάννα μου τὴ γρυλλὲ μἐ τσ᾽ ἀμάτες τση, ἀποὺ τὸ φόβο μου δὲ βγάνω μιλιˬὰ Δ. Κρήτ. Ἔπαιξέ μου δυὸ - τρεῖς γρυλλὲς ἁποὺ ᾽τονε, θαρρεῖς, ἀποὺ τὰ μάθιˬα θεριˬοῦ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/