δαγκωτιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκωτιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαγκωτιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. δακουτιˬὰ Μακεδ. (Βελβ.) δακουντία Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) δακουντιˬὰ Εὔβ. (Ἄκρ. Βρύσ. Κύμ. Ὀξύλιθ. Ψαχν.) δ-δακωντιˬὰ Εὔβ. (Κουρ.) δακουντιˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Τοπόλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δαγκωτὸς διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ια.

Σημασιολογία

1) Δαγκασιˬὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Τοῦ ἔκαμε μ-μία δ-δακωντιˬά ᾿ς τὸ χέρι, ποὺ ἔβγαλε αἷμα! Εὔβ. (Κουρ.) Θὰ σ’ κόψου καμμιˬὰ δακουντιˬὰ κὶ θὰ σὶ πιθάνου Στερελλ. (Τοπόλ.) Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκαμα 1. β) Ἡ οὐλὴ δήγματος Εὔβ. (Βρύσ. Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.): ᾿Κόμα φαίνεται ἡ δ-δακωντιˬά ᾿ς τὸ μάγουλά της Κουρ. 2) Η ποσότης τροφῆς, ὅσην δύνανται νὰ κόψουν ἐφ᾿ ἅπαξ οἱ ὀδόντες, ἡ ἐλαχίστη ποσότης, ὁ βλωμὸς Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.): Μία δακωντιˬὰ ψωμὶ ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκαματιˬὰ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/