ἀπεικασίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεικασίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπεικασίδα ἡ, Ἤπ. ’πεικασίδα Ἀστυπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπεικασιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδα.

Σημασιολογία

Ἀντίληψις ἔνθ’ ἀν.: Ἔ’ ἀπεικασίδα Ἤπ. Ἡ κόρη πῆρε ’πεικασίδα τοῦ φόβου του (ἀντελήφθη τὸν φόβον του) Ἀστυπ. Συνών. ἀπείκασμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/