γρύλλισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρύλλισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρύλλισμα (ΙΙ) τὸ, ἀμάρτ. γρύλλισμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γούρλισμα Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γκούρλισμα Ἤπ. (Δωδών.) Στερελλ. (Αἰτωλ) σγκούρλισμα Μακεδ. (Βόιον Δαμασκην.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γρυλλίζω (ΙΙ).

Σημασιολογία

1)Ὁ γρυλλισμὸς τοῦ χοίρου, κυνὸς ἤ λύκου Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.): Αὐτὸ τοὺ γ᾽ρού᾽ δὲν παύ᾽ ᾽λότιλα τοὺ γκούρλισμα οὕ᾽ μέρα Αἰτωλ. 2) Ἡ φωνὴ ἄρρενος περιστερᾶς Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/