δαδιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαδιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαδιˬὰ ἡ, δαδέα Ἤπ. (Δρυμάδ. Χιμάρ.) Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) δαδιˬὰ Κρήτ. Μακεδ. (Καστορ.) - Ν. Παπαδοπ., Ἐμπορ. ἐγκυκλ. 2, 178.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαδὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

1) Τὸ δένδρον πεύκη ἐκ τῆς ρητινώδους οὐσίας, τὴν ὁποίαν περιέχει τὸ ξύλον της Ἤπ. (Δρυμάδ. Χιμάρ.) Μακεδ. Καστορ.) - Ν. Παπαδοπ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔκοψα μία δαδέα Δρυμάδ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαδιˬὰ καὶ ὡς τοπων. Χίος. 2) Η ὀσμὴ τοῦ δαδιˬοῦ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀοῦτο τὸ ξύλον δαδέαν μυρίζ᾿. Συνών. δαδάδι. δαδίλα, δαδουλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/