δαδοκαπνισμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαδοκαπνισμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Επίθετο

Τυπολογία

δαδοκαπνισμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. δαδουκαπνισμένους Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαδὶ καὶ τῆς μετοχ. καπνισμένος τοῦ ρ. καπνίζω.

Σημασιολογία

Ὁ καπνισμένος διὰ καπνοῦ καιομένου δαδίου ἔνθ᾿ ἀν ᾎσμ. Δὲν πάγου πλιˬά ᾿ς τὸν Χάλακα, ἅψε φωτιˬὰ καὶ κάηκα, δὲν πάγου ᾿ς τὴν Ἁγιˬὰ Ἑλένη, γιˬατ᾿ εἶναι δαδοκαπνισμένη Ἴμβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/