ἀπείραχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπείραχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπείραχτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ.(Χαλδ.) ἀπείραχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀπείρχτος Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀκείραχτε Τσακων. ἀπείραγος Ζάκ. Κεφαλλ. Μύκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Λακων. Λάστ. Οἰν. Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.) –Γέρ. Κολοκοτρών. 35 ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ 17 –Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπείραγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνεπείραγος Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Τρίκκ. Κορινθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πειραχτὸς<πειράζω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀπείραστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ πειραχθείς, ὁ μὴ ἐνοχληθείς, ἀνενόχλητος κοιν.: Γυναῖκα ἀπείραχτη. Δὲν ἀφίνει ἄνθρωπο ἀπείραχτο. Κἀνένα σπίτι δὲν ἄφησε ἀπείραχτο κοιν. Ὁ διˬάβλος οὔτε τὸ φτωχὸ τὸ γάιδαρο δὲν ἀφίνει ἀπείραγο Ζάκ. Ἀυτὸς εἶναι ἀπείραχτος (δὲν δέχεται πειράγματα) Λακων. «Ὁ Πετρόμπεης νὰ μείνῃ ἀπείραγος καὶ νὰ πάῃ εἰς τὴν Μάνην» Γέρ. Κολοκοτρών. ἔνθ’ ἀν. β) Ὁ μὴ προσβληθεὶς ὑπὸ πυρετοῦ Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Σήμερα εἶναι ἀπείραγος. γ) Ὁ μὴ δοκιμασθεὶς διὰ κόπων, θλίψεων κττ., ἀβασάνιστος Στερελλ. (Αἰτωλ.): Εἶνι ἀπείραγους ἄνθρουπους. 2) Ὁ μὴ βλαφθείς, ἀβλαβὴς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) κ.ἀ.: Δέντρο-πεῦκο ἀπείραχτο. Δὲν ἀφίνει πρᾶμα ἀπείραχτο σύνηθ. Τὰ γεννήματα ἐφέτος ἀπείρχτα εἶν᾽ (ἀρκετὰ καλὰ) Χαλδ. Συνών. ἄβλαβος Α1. Καὶ ἐνεργ. ὁ μὴ ἐνοχλῶν, ὁ μὴ βλάπτων, ἀβλαβής, ἀθῷος Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) Σῦρ. Χίος κ.ἀ.: Ἀπείραχτος ἄνθρωπος (καλὸς) Σῦρ. Χίος. Ἀπείραχτα πουλλιˬὰ (τὰ μὴ ἐπιβλαβῆ εἰς τὰ γεωργικὰ προϊόντα) Μύκ. Ἀπείρχτον βοτάν’ Κερασ. Συνών. ἄβλαβος Β1. β) Ἀρκετὰ καλός, ἐπὶ πραγμάτων Πόντ. (Χαλδ.): Φαεῖν-ψωμὶν ἀπείρχτον. 3) Ὁ μὴ θιχθείς, ἄθικτος, ἀνέπαφος, ἀκέραιος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Φαγεῖ-ψωμὶ ἀπείραχτο. Τὰ χρυσαφικὰ εἶναι ἀπείραχτα (οὐδὲν ἐξ αὐτῶν ἐκλάπη) σύνηθ. Γεννήματ’ ἀπείραγα (ἄθικτα ὑπὸ ζῴων) Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Σουδεν. κ.ἀ.) Τὸ φαεῖν ἀτ’ ἀπείρχτον ἐπέμ’νεν (δὲν ἤγγισε τὸ φαεῖ του) Χαλδ. Ἀπείρχτον’ ἔν’ τὸ γομάριν (τὸ φορτίον) Κερασ. Συνών. ἄβλαβος Α2, ἄγγιˬαχτος 2β, ἄγγιχτος 1β, ἀκέρ͜αιος 1, ἀπάρθενος 2 β. 4) Ἄθικτος, ἁγνός, ἐπὶ παρθένου κοιν.: Ἀπείραχτο κορίτσι κοιν. ‖ ᾎσμ. Νὰ πάῃ ἡ κόρη ἀπείραγη, νὰ πάῃ μὲ τὴν τιμή της Πελοπν. Συνών. ἄγγιˬαχτος 3, ἄγγιχτος 3, ἀμάκκωτος 2, ἀπάρθενος 1, ἀπασπάτευτος 3, ἀπάτητος Β1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA