δαδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δαδώνω Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαδί.
Σημασιολογία
1) Ἀποκτῶ ἀντοχὴν ὡς τὸ δαδί, δὲν γηράσκω. 2) Μεταφ., Γίνομαι πλούσιος: Αὐτὸς ὅλον ἀμπαριˬάζει γρόσα καὶ κοντεύγει πιˬὰ νὰ δαδώσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA