δαιμοναριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμοναριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαιμοναριˬὰ ἡ, (ΙΙ) πολλαχ. διμουναριˬὰ Θεσσ. (Καρυά Κρυόβ. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Προπ. (Κύζ. Μηχαν.) κ.ἀ. γαιμοναρέα Κάρπ. ᾿αιμοναρὰ Κάρπ. λαμοναρὰ Κάρπ. (Ἀπέρ.) ᾿αμοναρὰ Κἁρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αριˬά. Εἰς Δουκ. καὶ τύπ. δαιμοναρία.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Ὑοσκύαμος ὁ μέλας ((Hyoscyamus niger) τῆς οἰκογ. τῶν Στρυχνωδῶν (Solanaceae) ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. γεροντάκι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA