δαίμονας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαίμονας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαίμονας ὁ, δαῖμος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) δαίμονας κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) δαίμονα Κορσ. Τσακων. δαίμουνας κοιν. βορ. ἰδιωμ. διˬαίμονας Κάσ. ᾿αίμονας Κάλυμν. Κῶς φλαίμονας Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) δαίμοdρας Σύμ. δαίμοντρος Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) δίμονας Λυκ. (Λιβύσσ.) Θηλ. δαιμόνισσα πολλαχ. διμόνισσα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. δαιμόνιζα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) δαιμόνα Μύκ. δαιμονῖνα Πελοπν. (Λάστ.) Γενικ. δαιμόνου πολλαχ. καὶ Τσακων. διμόνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. φλαιμόνου Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) δαιμόντρου Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) Πληθ. δαίμονες πολλαχ. δαιμόνοι σύνηθ. διμόν᾿ πολλαχ. βορ. ίδιωμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. δαίμονας τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. δαίμων. Ο τύπ. δαῖμος εἰς ἄσμ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 190, 2. 9. Οἱ τύπ. δαίμοντρας καὶ φλαίμονας κατ᾿ εὐφημισμὸν. Ὁ τύπ. δαίμοντρος κατὰ τὸ συνών. διάοντρος, διὰ τὸ ὁπ. βλ. διάβολος. Ὁ τύπ. δίμονας ἐκ τῆς γενικ. διμόνου διὰ κωφώσεως τοῦ ἀτόνου ε. Τὸ θηλ. δαιμονῖνα κατ᾿ ἀναλογίαν πρὸς τὰ ἀλογῖνα, γερακῖνα, λαγῖνα κ.ἀ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ὁ διάβολος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων.: Τὸν πῆρε ὁ δαίμονας. Ἔχει τὸ δαίμονα μέσα του. Τὸν κυνηγοῦν οἱ δαιμόνοι κοιν. Μουτζώνει θεοὺς τσαὶ δαίμονες χωρὶς νὰ φοβᾶται τίποτα Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τὸν πήρανε οἱ δαιμόνοι καὶ τὸν ἀλέσανε Πελοπν. (Ξηροκ.) Ρέ, τὸν ἀσταύρωτο τὸ δαίμονα τὶ σοῦ ᾿κανε! Πελοπν. (Παιδεμέν.) Εἷdα δαίμονά ᾿παθες, μωρέ, καὶ κάνεις ἐτσεδά; Κρήτ. Ἁποὺ νὰ τόνε πάρουσιν οἱ δαιμόνοι, ἀποὺ φωλεύγουσι εἰς τσῆ Σαμαριᾶς τὸ φαράgι! αὐτόθ. Αὐτὸς δὲν εἶν᾿ ἄθρωπος μόνο δαίμονας ὄξ᾿ ἀπὸ ᾿πά κι ἀλάργο (= μακρὰν) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Ἀνάθεμά με κι ἄν καταλαβαίνω εἶντα δαίμονα μοῦ λέει τόση ὥρα αὐτὸς ὁ μπερδέσης (= ψευδὸς) Μῆλ. Ἤμπηκέν του ὁ δαίμονας καί ᾿έ θέλει γράμματα Σίφν. Μιˬὰ μέρα ᾿ς τ᾿ οὐρμάν᾿ ἰκεῖ, ποὺ ἔκουφτι ξύλα, παρουιάσ᾿κι οὑ δαίμουνας κὶ τοῦ λέει (ἐκ παραμυθ.) Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) Ὅταν ἑχάναμι κάτ᾿, στρίφαμι νιὰ κλουστή, τ᾿ κάμαμι κόbου κιˬ ἔλιγι ἕνας ἄλλους: Τί στρίβ᾿ς; Στρίβου τὰ λιbὰ τ᾿ δαίμονα (λιbά = ὄρχεις) Θεσσ. (Βαθὺρρ.) Σταματᾶτι τ᾿ λουγουτριβή, γιˬατὶ σίγουοα θὰ πιˬαστῆτι ᾿ς τὰ χέρια κιˬ δὲ θὰ σᾶς ξιμπιρδεύ᾿νι σαράντα πέντι διμόν Στερελλ. (Περίστ.) Ἐπιˬάσασιν τὸν Χριστὸν οἱ Ὁβραῖοι κ᾿ ἐδώκασίν του τὸδ δαίμονάν του (τὸν ἐβασάνισαν πολὺ) Χίος Μὴ βλέπῃς τὴν νύχταμ μέσ᾿ τὸγ καθρέφτηγ, γιˬατὶ ᾿ὰ δῇς τὸδ δαίμοναμ, πού ᾿ὰ περάσῃ τσαὶ ᾿ὰ τρομάξῃς (πρόληψις) Χίος (Πισπιλ.) Ἅμα τὸ bιˬάσ᾿νι οἱ διμό᾿ νὰ μὴν εἶσι ᾿κεῖ ᾿σιˬαμέσα Εὔβ. (Ἄκρ.) Τσὶ δαίμονα ᾿ν ἔντενι ῆ νάμ᾿ ἐκάνε! (= Τί δαίμονας εἶναι αὐτός, ποὺ μᾶς ἦρθε!) Τσακων. Τί πῆγε καὶ τοῦ ᾿βαλε ᾿ς τὸ ξερό του ὁ δαίμονας νὰ κάμῃ; Γ. Ἐπαχτίτ., Προπὺλ. 1 (1900), 265 || Φρ. Ἔχει τὸ δαίμονα μέσα του (ἐπὶ κακῶν καὶ διεστραμμένων) πολλαχ. Συνών. φρ. ἔχει τὸ διˬάβολο μέσα του Ποῦ ᾿ς τὸ δαίμονα ἤσουν; (εἰς ἔνδειξιν ἀγανακτήσεως) πολλαχ. Τί δαίμονας σοῦ ᾿ρθε καὶ τό ᾿καμες; (ἐπὶ ἀπορίας καὶ ἀγανακτήσεως συγχρόνως) πολλαχ. Τί δαίμονα ἔπαθες καὶ κλαίς; πολλαχ. (ἐπιφωνηματ.) Συνών. φρ. τί διˬάβολο ἔπαθες. Βρῆκα τὸ δαίμονά μου (ἠνοχλήθην πολὺ παρ᾿ ἄλλων) πολλαχ. Συνών. φρ. βρῆκα τὸ διˬάβολό μου - τὸ μπελᾶ μου). Ἄι ᾿ς τὸ δαίμονα (βλασφημ.) πολλαχ. Θεοὶ καὶ δαίμονες (ἐπὶ μεσολαβήσεως πολλῶν παραγόντων) λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Οἱ δαιμόνοι νὰ σὲ πάρουνε - νὰ μποῦνε μέσα σου - νὰ σὲ σηκώσουνε! (ἀρὰ) Κρήτ. Δέσε τὸ δαίμονα (ἐκ προλήψεως, προτροπὴ πρὸς ἀπολέσαντά τι, νὰ δέσῃ εἰς κόμβον τὸν δαίμονα, διὰ νὰ μὴ γίνεται ἐμπόδιον εἰς τὴν ἀνεύρεσιν τοῦ ἀπολεσθέντος) Σῦρ. Πῆε ᾿ς τ᾿ δαιμόνου τ᾿ μάννα (κατεστράφη) Σκῦρ. Τ᾿ δαιμόνου τσαὶ τ᾿ς φούρκας (ἐπὶ ἀτόμου διεστραμμένου) αὐτόθ Γεννήθη πλιˬὸ μπρὸς τσ᾿ ἀπ᾿ τὸ δαίμονα (ἐπὶ πονηροτάτου ἀτόμου) αὐτόθ. Πάρετε δαιμόνοι βάγια ! (ἐπὶ γενικοῦ θορύβου καὶ ἀκαταστασίας ἢ ἐπὶ γενικῆς διαρπαγῆς ἢ ἐπὶ διασκορπισμοῦ καὶ σπατάλης ἢ ἐπὶ ἀγροίκων καὶ ἀξέστων ἀνθρώπων ἢ ἐπὶ πραγμάτων ἀκαταλλήλων καὶ ἀναρμόστων κττ.) Χίος κ.ἀ. Δαίμονα! (ἡ κλητικ. ὡς ἐπιφών. ἐκπλήξεως ἢ ἀγανακτήσεως) Κῶς Σάμ κ.ἀ. ᾿Αίμονα, ψάριν ταὶ κακό! (τί πλῆθος ψαριῶν) Κῶς ᾿Αίμονα ζ-ζάριμ bοὺ τό ᾿σει! (πόσον καλὸ ζάρι ἔχει) αὐτόθ Ἄμε ᾿ς τόγ-γεροδ δαίμονα! (ἀρά. πβ. τὸ ἀρχ. «ἐς κόρακκας») Ἀστυπ. Κῶς κ.ἀ. Ἔναι γιὰ τὸ δαίμονα πεστσέσι (= δῶρον· ἐπὶ τῶν πανούργων) Σκῦρ. Εἶν᾿ τοὺ πίσου πουδάρ᾿ τ᾿ διμόν᾿ (εἶναι εὐφυέστατος) Κυδων. Νὰ πάρ᾿ ἡ δαίμοννας ἐσένα τσὶ τοὺ τσιφάλ᾿ πὄ᾿ς (ἀρὰ) Λέσβ. (Πάμφιλ.) Νὰ σὲ πάρ᾿ ὁ δαίμονας, νὰ σ᾿ ἀλέσ᾿ ὁ μύλος, νὰ σὲ κάνῃ πίτουρα, νὰ σὲ φάῃ ὁ σκύλλος (ἀρά,εἰρων.) Πελοπν. (Γύθ.) Ἀνάθεμά σε δαίμονα! (ἀρὰ) Οἰν. Πίσω μου σ᾿ ἔχω δαίμονα! (ἐξορκισμὸς πρὸς ἀποφυγὴν ἀπρεποῦς ἢ ἀδίκου πράξεως). Πβ. ΚΔ (Ματθ. 4, 10) «τότε λέγει αὐτῷ (τῷ διαβόλῳ) ὁ Ἰησοῦς, ὕπαγε σατανᾶ». Δαίμονας στητὸς (ἐπὶ ἀτακτούντων) Σίκιν. Δαιμόνου πείραξη Ἀμοργ. Συνών. μὲ τὴν φρ. διˬαβόλου πείραξη. || Παροιμ. Τόδ-δαίμοναν ἀπὸ ᾿μbρὸς τόνε κούρευγαν κι ἀπὸ πίσω μάλλιˬαζε (ἐπὶ τῶν ἀδιορθώτων, μοχθηρῶν) αὐτόθ. Κάνουν οἱ σουροῦνες θάματα, νὰ σκᾶνε οἱ δαιμόνοι (σουροῦνα = ἡ γραῖα προβατῖνα· ἐπὶ τῶν ἀπλοϊκῶν, οἵτινες παρουσιάζουν πολλάκις ἱκανότητας, τὰς ὁποίας θὰ ἐζηλευον καὶ οἱ πλέον εὐφυεῖς) Αἴγιν. Ὁ δαίμονας μαλλί, τυρί, χωρὶς νὰ ἔχῃ γίδια (ἐπὶ τῶν ἐπιτηδείων, οἵτινες ἐκ τοῦ μηδενὸς δύνανται νὰ ἀποκτήσουν πολλὰ) αὐτόθ. Ἡ γριˬὰ δὲν εἶχε δαίμονα, πῆρ᾿ ἕνα γουρουνάκι (ἐπὶ τῶν προκαλούντων δι᾿ ἑαυτοὺς τὰς ἐνοχλήσεις) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὅγοιˬον νὰ πάρῃς δαίμονας εἶναι (οἱ μοχθηροὶ δὲν διαφέρουν μεταξύ των) Πελοπν. (Κορινθ.) Εἰς τοῦ ταπεινοῦ τὸν κόρφο δαίμονες ξεχειμωνιˬάζουν (ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων τοὺς ταπεινοὺς, διὰ νὰ ἀποκρύψουν τὴν μοχθηρίαν των) Ἤπ. Ὁ δαίμονας ἔ᾿ πολλὰ ποδάρζα Σκῦρ. Ὁ δαίμονας δ᾿λειˬὰ δὲν ἔχε, τὰ παιδιˬὰ τ᾿ πλάκωνε αὐτόθ. Ὁ δαίμονας ἔμ᾿ μακριˬά, μὰ τὰ ἔρκα του φτάν-νουν μας Κύπρ. (Κυθρ.) Ὁ δαίμονας ἅγιος κιˬ ἂν γενῇ, πάλι σκατὰ ἁγιˬωσύνη Ἀνάφ. κ.ἀ. Ὅπου καλὰ ποὺ κάθεται τσαὶ πιόγ καλά ᾿υρεύγει, ὁ δαίμονας τοῦ κόλου του κουτιὰ τοῦ μαγειρεύγει Χίος (Πισπιλ.) κ.ἀ. || Γνωμ. Οὕθε εἶναι λίγα σπίτιˬα, εἶναι πολλοὶ δαιμόνοι (συχνότεραι αἱ προστριβαὶ καὶ αἱ ἔριδες εἰς τὰ μικρὰ χωρία) Πελοπν. (Κόκκιν. Χατζ.) Πβ. τὸ κοιν. κακὸ χωριˬὸ τὰ λίγα σπίτιˬα. Ἡ μιˬὰ νύφη εἶναι ἕνας δαίμονας κ᾿ οἱ δυὸ νύφες δέκα (ἐπὶ τῶν ἐρίδων καὶ διχονοιῶν, τὰς ὁποίας προκαλεῖ εἰς τὰς οἰκογενείας ἡ παρουσία νυμφῶν) Ἤπ. Ἅμα εἶναι ὁ ἄντρας μέσ᾿ ᾿ς τὸ σπίτι, εἶναι σὰν νὰ εἶναι ὁ δαίμονας πίσω ἀπὸ τὸ σάρωμα Αἴγιν. Τὰ καλὰ σ᾿νασμένα, τὰ μ᾿σὰ ἔν᾿ τ᾿ δαιμόνου, τὰ κακὰ ἔναι οὕλα Σκῦρ. Στὸν ἅγιˬογ γάψε ἕναγ - κερί, ᾿ς τόδ - δαίμοναν ὅσα μbορεῖς (γάψε = ἄναψε· τοὺς μοχθηροὺς ὀφείλει νὰ προσέχῃ τις περισσότερον) Ρόδ κ.ἀ. || ᾌσμ. Τέσσερα πορτοκάλιˬα, δυˬὸ κιτρολέμονα τὴ μάννα καὶ τὴν κόρη νὰ πάρῃ ὁ δαίμονας Ἀμοργ. Θέλω το ᾿γώ, ματάκιˬα μου, νὰ σώσω τὴν ψυχή μου, μὰ δὲν μ᾿ ἀφίνει ὁ δαίμονας πὄχω μέσ᾿ ᾿ς τὸ βρακί μου αὐτόθ. Δυὸ ἀδερφούλιˬα ὄμορφα ᾿ς τὸν κόσμο ἀγαπημένα, τί τὰ χωρέθη ὁ δαίμονας γιˬὰ νὰ τὰ ξεχωρίσῃ Πελοπν. (Σκορτσιν.) Ἐθάρουν τσ᾿ ἤσουν ἄθρωπος τσ᾿ εἶχες ἀθρώπου γνώση, μὰ σύ ᾿σαι γέρο-δαίμονας , ὁποὺ νὰ σὲ σηκώσῃ Ἄνδρ. Ἀάπη εἶνιν δίμονας κὶ πλάνους τοῦ θανάτου ὄντας φυτρώσῃ ᾿ς τὴν καρδιˬὰν, ριζώνει χὰν τοὺν βάτουν (χάν = ὡσὰν) Λυκ (Λιβύσσ.) Σὰ bάρῃ ὁ διˬάολος τὴ γρὰ κι ὁ δαίμονας τὸ γέρο, ἐτότεσάς, πουλλάκι μου, κοdά μου δὰ σὲ φέρω Κρήτ. Ὁ δαίμονας κιˬ ὁ διάολος ἤτανε δυὸ συdέκνοι κ᾿ ἤσου gαί σὺ τσιράκι dως κ᾿ ἐμάθαινες τὴ dέχνη αὐτόθ. Ἡ πρώτη μ᾿ ἀγαπητικιˬὰ μοῦ ζήτησε λεμόνι κι ὥστε νὰ βγῶ ᾿ς τὴ λεμονιˬά τὴ bῆραν οἱ δαιμόνοι αὐτόθ. Ὁ ἔρωτας εἶν᾿ δαίμονας τσ᾿ ἀνθρώπους δαιμονίζει, τσὶ φρόνιμους κάνει λωλοὺς, τσὶ κουζουλοὺς φουρκίζει Κρήτ. (Μόδ.) Ἄν εἶσαι διˬάβος, διάβαινε, κιˬ ἂν εἶσαι δαῖμος, φεύγα, μὰ ᾿μέν᾿ ἡ Ἀρετοῦσα μου εἶναι ᾿ς τὰ ξένα χέρια Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πανdρε͜ιὲς γυρεύγουν οἱ τρελ-λές, τόδ δαίμονάν dους θέλου, ὁπὄχουσιν dήλ-λευτεριˬὰν ταὶ τήσ-σκλαβιˬάγ γυρεύγου Μεγίστ. Τσ᾿ ἐτσεῖνος τοῦ φλαιμόνου ὁ γιˬὸς τὰ μαῦρα φορεμένος ἀποὺ τήπ-πόρταμ-μας περνᾷ, γιˬὰ νὰ μᾶς προσκαλέσῃ Κάρπ. Ἀλεύριδ-δέμ-μοῦ δώσασιμ - μόνομ - μοῦ δῶκαρ - ρύζ-ζιν, ὁ δαίμονας ἀφ᾿ τὸρ Ραμὸ μέσα τους νὰ καθίσῃ (Ραμὸς = ὄν. τοποθεσίας κειμένης εἰς τὴν περιφέρειαν τοῦ ἡφαιστείου τῆς νήσου) Νίσυρ. Ὧρες μοῦ φαίνεσ᾿ οὐρανὸς κιˬ ὧρες μοῦ συν-νεφχιˬάζ-ζεις κιˬ ὧρες μοῦ λέγ᾿ ὁ λογισμὸς τίνος δαιμόνου μνοιˬάζ-ζεις αὐτόθ. Ἡ μάννα σου ἡ δίγνουμη ποὺ θὰ σκυλλουγαβγίξῃ, θὰ γκαστρουθῇ τοὺν δαίμουνα, τὰ φίδιˬα θὰ γιννήσῃ Θεσσ. (Τρίκερ.) Τὰ ζήλιψι κὶ δαίμουνας βουλειˬέτ᾿ νὰ τὰ χουρίσῃ. Μὴ μᾶς χουρίζῃς, δαίμουνα, κὶ μὴ μᾶς ξιαμουνιˬάζῃς Θρᾴκ. (Σουφλ.) Ἔχει τὰ μάγιˬα ᾿ς τὰ μαλλιˬά, τὸν δαίμουνα ᾿ς τὰ φρύδιˬα, ἔχει κὶ τοὺν παράδεισου ἀνάμισα ᾿ς τὰ στήθιˬα Μακεδ. (Χαλάστρ.) Ἀτότες γιὰ ὁ δαίμονας ἀπέσου μουν ἐμπαίνει (Κερασ.) Πόντ. Συνών. βερζεβούλης, δαίμονας, διˬάβολος, διˬάτανος, ἐξαποδῶ, ἑωσφόρος, σατανᾶς, σκατογένης, σκατόφωλος, σκατουλιˬάρης, τραγογένης, τρικέρης. β) Η τύχη, ὁ καλὸς δαίμων Κρήτ.: Γιτσικὸς ἦτονε ὁ δαίμονάς του (τὸν ηὐνόησεν ἡ τύχη) Ἐτσὰ μοῦ λέει ὁ δαίμονάς μου νὰ σ᾿ ἀφήσω. Β) Μεταφ. 1) Ὁ κακός, ὁ διεστραμμένος καὶ εὐφυὴς ἅμα ἄνθρωπος κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων.: Αὐτὸς εἴναι δαίμονας κοιν. Ἔναι δὰ δαίμονας μὲ τρεῖς νορὲς (εἶναι παμπόνηρος) Σκῦρ. ᾿Γίνη δὰ δαίμονας ἀπ᾿ τὰ Γιˬούρα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. Μὴν dὰ βάλ-λῃς μ᾿ εὐτὸν dόδ-δαίμονα Κῶς Ἔνι ἕνα δαίμονα ἔντενι π᾿ ἐσ᾿ ὁροῦ (εἶναι ἕνας πονηρὸς αὐτός, ποὺ βλέπεις) Τσακων. || ᾎσμ. Γειτόνισσες δαιμόνισσες, χωρὶς νὰ ἰδῆτε, λέτε, τὸν ἄνθρωπο μέσ᾿ ᾿ς τὴ φωτιˬὰ ρίχνετε καὶ τὸν καίτε Στερελλ. (Παρνασ.) 2) Ο ζωηρός, δραστήριος, εὐφυὴς καὶ ἀτίθασος σύνηθ. καὶ Τσακων.: Εἶναι δαίμονας, δὲν τὸν πιˬάνει κανένας ᾿ς τὴν ἐξυπνάδα σύνηθ. Εἶναι ἕνας δαίμονας πολὺ ξυπνιˬός, ἀπὸ τὴ μυῖγα βγάζει βούτουρα Ἰων. (Σμύρν.) Τὸ ἕνα παιδὶ τσῆ Ἀνεστασιᾶς εἶναι τετραπέρατος δαίμονας Μῆλ. Αὐτὸς εἶνι δαίμονας γραμμένος Μακεδ. (Βλαστ.) Τρανὸς δαίμουνας εἶσι τέλους πάντουν Μακεδ. (Βόιον) Τήρα οὑ δαίμουνας δὲ ᾿σ᾿χά᾿ Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἐν gάθεται ὁ δαίμονας Χίος (Βροντ.) Ὅρα, τσ᾿ ἐμ᾿ ποίου ὁ δαίμονα! (κοίταξε, τὶ κάμνει ὁ δαίμονας !) Τσακων. Ἐκάναΐ ἔτεοι οἱ δαιμόνοι τὰ καμπζία τὰ Βγενοῦ (ἦλθαν ἐκεῖνοι οἱ δαίμονες, τὰ παιδιὰ τὴς Εὐγενίας) αὐτόθ. Γιˬὰ ἐστάπα ἔνι δαίμονα ἔντενι (διὰ τοιαῦτα εἶναι ἱκανώτατος αὐτὸς) αὐτόθ. Τοὺ π᾿δὶ ἦταν δαίμουνας ᾿ς τὴ γνώσ᾿ Θρᾴκ. Σωστὸς δαίμονας ἔναι τὸ παιδί του (πολὺ ἄτακτον) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἐμ-μοῦ ᾿γροικᾷ ὁ δαίμοdρας Σύμ. ᾿Σύχασε, πρὲ δαίμονα! αὐτόθ. Παιΐν εἶναιν εὐτό; ἕνας δαίμονας εἶναιν, έσ σολαγιˬάζ-ζει (= ἡσυχάζει) Κῶς 3) Ἐπὶ γυναικῶν ἡ ζωηρὰ καὶ βασανιστικὴ κατὰ τὰς ἐρωτικὰς της σχέσεις Θεσσ. (Συκαμν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Λευκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Κίτ. Λιγουρ. Μάν. Μαντίν. Σκορτσιν.) Σίφν. Σκῦρ.: ᾌσμ. Γειτόνισσα, δαιμόνισσα, ὅπου μὲ δαιμονίζεις καὶ δὲ μ᾿ ἀφίνεις νὰ χαρῶ, μόνο μὲ βασανίζεις Θρᾴκ. Γειτόνισσα, δαιμόνισσα, κακιˬὰ γειτονοπούλα, ὁπού ᾿ρτα καὶ δὲ μ᾿ ἄνοιξες τὴ bίσω πορτοπούλα Λευκ. κ.ἀ. 4) Ἐπὶ ζώου, τὸ ἀτίθασον, τὸ προκαλοῦν ζημίας πολλαχ: Σύμμασέ τουν τοὺ δαίμουνα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἐgρέμισε τοὺς τοίχους ὁ δαίμονας, δέσ᾿ του τὰ πιόδια Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γ) Τὸ θηλ. 1) Ἡ σύζυγος τοῦ διαβόλου Πελοπν. (Λάστ.): Ἐκεῖ ᾿ς τὸ ρέμα, πὸ διˬάη, ηὖρε τὴ δαιμονῖνα κ᾿ ἐκοιλοπόναγε (ἐκ παραμυθ.) 2) Ἡ μάγισσα Πέλοπν. (Κλειτορ.): Τρέχουνε ᾿ς τὶς δαιμόνισσες, ποὺ ξέρουνε ἀπὸ μάγιˬα. 3) Η ἐνοχλοῦσα, ἡ πειράζουσα Μύκ.: Ἀλλοί, ἡ δαιμόνα εἶdα μοῦ κά᾿. Ἡλ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαίμονας καὶ ὡς ἐπῶν. Κρήτ. ὑπὸ τὸν αὐτὸν δὲ τύπ. καὶ ὡς παρωνύμ. Ἀθῆν. Μακεδ. (Χαλκιδ.) καὶ ὡς τόπων. Πελοπν. (Καλάβρυτ.), ἐπίσης ὑπὸ τὸν τύπ. ὁ Δαίμονας τῆς Καμένης Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA