ἄπειρος (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπειρος (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπειρος ἐπίθ. (ΙΙ) λόγ. κοιν. ἄκειρε Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄπειρος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων πέρας, ἀναρίθμητος ἔνθ’ ἀν.: Ἄπειρα μερμήγκιˬα. Ἔφαγε ἄπειρες ξυλεˬές. ᾿Εφέτος ἔγιναν ἄπειρα καρύδιˬα-κουκκιˬὰ κοιν. || Φρ. Οὕλο κιˬ ἄπειρο (τοῦτο μόνον, εἰρων. ἐπὶ πράγματος μοναδικοῦ) Πελοπν. || Ποίημ. Κ᾽ ἐλεύθερη, χαρούμενη, γύρου βαρεῖ καὶ πέρα, ἠχοποντεῖ ᾿ς τὸν ἄπειρο καὶ καθαρὸν ἀέρα ΔΣολωμ. 260. Συνών. ἀλογάριˬαστος Α1β, ἀλόγιˬαστος 2, ἀμέτρητος 1β, ἄμετρος, ἄπατος (Ι) 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA